"Ursolic acid" είναι μία ουσία και κατηγοριοποιείται ως " σχετική ένωση χημικών".
/ˌɜːrsəˈlɪk ˈæsɪd/
Το ουρσολικό οξύ είναι μια χημική ένωση που βρίσκεται σε πολλές φυτικές πηγές και ανήκει στην κατηγορία των τριτερπενών. Γνωστό για την αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική του δράση, χρησιμοποιείται ευρέως στη φυτοθεραπεία και τη διατροφή.
Αυτό το οξύ έχει μελετηθεί για τις πιθανές θετικές του επιδράσεις στην υγεία, όπως η προώθηση της υγείας του δέρματος, η υποστήριξη της απώλειας βάρους και η αντιοξειδωτική προστασία.
Η χρήση του μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα εμφάνισης σε επιστημονικά κείμενα σχετικά με τη βιοχημεία και την διατροφή.
"Το ουρσολικό οξύ έχει δείξει πιθανές ωφέλειες για την ανάπτυξη μυών."
"Many fruits contain ursolic acid, which has various health benefits."
"Πολλά φρούτα περιέχουν ουρσολικό οξύ, το οποίο έχει διάφορα οφέλη για την υγεία."
"The study focused on the efficacy of ursolic acid in reducing inflammation."
Το ουρσολικό οξύ μπορεί να περιλαμβάνεται σε τεχνικές ή επιστημονικές φράσεις που αφορούν την υγεία και τη διατροφή, αλλά δεν συναντάται ευρέως σε καθαρά ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες τεχνικές περιπτώσεις.
"Η διατροφική πρόσληψη ουρσολικού οξέος μελετάται για τον ρόλο της στην πρόληψη του καρκίνου."
"Supplements containing ursolic acid can be beneficial for weight management."
"Τα συμπληρώματα που περιέχουν ουρσολικό οξύ μπορούν να είναι χρήσιμα για τη διαχείριση του βάρους."
"Research suggests that ursolic acid may help in combatting obesity."
Το όρος "ursolic" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ursus", που σημαίνει "αρκούδα", καθώς το οξύ έχει παρατηρηθεί αρχικά σε φυτά που καταναλώνουν αρκούδες.
Συνώνυμα: - Οξύ του γλυκόριζας - Οξύ τριτερπενίου
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν αυστηρά 'αντώνυμα' για χημικές ενώσεις, αλλά μπορεί να αναζητηθούν άλλες ενώσεις με αντίθετα βιολογικά αποτελέσματα.