Usherette είναι ουσιαστικό (noun).
/phʌʃəˈrɛt/
Η λέξη "usherette" αναφέρεται συνήθως σε μια γυναίκα που εργάζεται σε κινηματογράφο, θέατρο ή άλλο χώρο ψυχαγωγίας και είναι υπεύθυνη για τις παραγγελίες των θεατών, τη βοήθεια κατά την είσοδό τους στις αίθουσες, καθώς και για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις εκδηλώσεις.
Η λέξη "usherette" είναι λιγότερο κοινή σήμερα, καθώς οι ρόλοι αυτού του τύπου έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου και οι όροι που χρησιμοποιούνται για αυτούς τους επαγγελματίες έχουν αλλάξει. Εμφανίζεται συχνότερα σε ιστορικά ή παλαιά κείμενα και παραστάσεις.
The usherette guided us to our seats in the crowded theater.
Η εξυπηρετήτρια μας καθοδήγησε στις θέσεις μας στο γεμάτο θέατρο.
As an usherette, she felt proud to help people enjoy their movie experience.
Ως εξυπηρετήτρια, ένιωθε περήφανη που βοηθούσε τους ανθρώπους να απολαύσουν την εμπειρία της ταινίας τους.
The usherette handed out programs before the show started.
Η εξυπηρετήτρια μοίρασε προγράμματα πριν αρχίσει η παράσταση.
Η λέξη "usherette" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι μια πιο ειδική και λιγότερο διαδεδομένη λέξη. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις με περιγραφικά στοιχεία γύρω από τον ρόλο της:
The usherette knew all the best spots in the theater to watch the performance.
Η εξυπηρετήτρια ήξερε όλες τις καλύτερες θέσεις στο θέατρο για να παρακολουθήσει την παράσταση.
While being an usherette may seem simple, it requires great attention to detail.
Ενώ το να είσαι εξυπηρετήτρια μπορεί να φαίνεται απλό, απαιτεί μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια.
The role of an usherette has evolved over the years into a more comprehensive guest services position.
Ο ρόλος της εξυπηρετήτριας έχει εξελιχθεί με τα χρόνια σε μια πιο ολοκληρωμένη θέση εξυπηρέτησης επισκεπτών.
Η λέξη "usherette" προέρχεται από την αγγλική λέξη "usher," που σημαίνει "παραστάτης" ή "καθοδηγητής," με την προσθήκη της θηλυκής κατάληξης "-ette," που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έναν θηλυκό ρόλο.
Συνώνυμα: - Attendant - Guide
Αντώνυμα: - Patron (πελάτης) - Guest (επισκέπτης)