Το "vacuolate" είναι ρήμα.
/ˈvæk.ju.ə.leɪt/
Η λέξη "vacuolate" χρησιμοποιείται στη βιολογία για να περιγράψει την κατάσταση ενός κυττάρου που περιέχει ή σχηματίζει κενά. Συνήθως αναφέρεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με την δημιουργία ή την ανάπτυξη κυτταρικών κενών. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικές εκθέσεις και μελέτες.
The plant cells began to vacuolate as they absorbed water.
(Τα κύτταρα του φυτού άρχισαν να δημιουργούν κενά καθώς απορροφούσαν νερό.)
In response to stress, the bacteria can vacuolate to survive.
(Ως αντίδραση στο στρες, τα βακτήρια μπορούν να δημιουργήσουν κενά για να επιβιώσουν.)
Αν και η λέξη "vacuolate" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, πολλοί όροι που σχετίζονται με την έννοια της δημιουργίας ή της ύπαρξης κενών μπορεί να εμφανίζονται σε επιστημονικό περιβάλλον.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "vacuolatus", που σημαίνει "χωρίς περιεχόμενο" ή "κενός", και σχηματίζεται από τη λέξη "vacuum", που σημαίνει "κενό".
Συνώνυμα: - empty - hollow - void
Αντώνυμα: - fill - occupy - saturate