Ρήμα
/væk.ju.əm ˈfɪl.tər/
Ο όρος "vacuum-filter" αναφέρεται στη διαδικασία φιλτραρίσματος μέσω μιας αντλίας κενού, όπου το υλικό που φιλτράρεται περνά μέσα από ένα φίλτρο υπό πίεση, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται συγκεκριμένα σωματίδια ή ουσίες από το υγρό ή το αέριο. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε εργαστηριακές διαδικασίες, όπως η χημεία ή η βιολογία, καθώς και σε βιομηχανικές εφαρμογές.
Η χρήση της λέξης "vacuum-filter" παρατηρείται κυρίως σε γραπτές αναφορές, ειδικά σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα. Εμφανίζεται λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
Πρέπει να φιλτράρουμε τη λύση με κενό για να απομακρύνουμε τυχόν ακαθαρσίες.
The laboratory technician decided to vacuum-filter the liquid for better clarity.
Ο τεχνικός του εργαστηρίου αποφάσισε να φιλτράρει το υγρό με κενό για καλύτερη διαφάνεια.
Vacuum-filtering is essential in preparing samples for analysis.
Η λέξη "vacuum-filter" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε σημαντικές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά η έννοιά της ενσωματώνεται σε πιο τεχνικά πλαίσια με κάποιες έννοιες που σχετίζονται με την καθαρότητα ή την επιλεκτικότητα.
Η λέξη "vacuum" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vacuus", που σημαίνει "κενός", και "filter" από τη λατινική "filtare", που σημαίνει "να φιλτράρω". Συνδυάζονται για να δηλώσουν τη διαδικασία φιλτραρίσματος με κενό αέρος.
Συνώνυμα: - Kενό φιλτράρισμα - Φίλτρο με κενό
Αντώνυμα: - Συμπιεσμένο φιλτράρισμα - Ατμοσφαιρικό φιλτράρισμα