Το "vadose zone" είναι ουσιαστικό.
/vəˈdoʊs zoʊn/
Η "vadose zone" αναφέρεται στην περιοχή του εδάφους που βρίσκεται πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, όπου τα πόσιμα νερά δεν είναι σταθερά. Σε αυτήν την περιοχή, το έδαφος είναι κορεσμένο με αέρα και δεν είναι πλήρως υγρό. Η ζώνη αυτή είναι σημαντική στη γεωλογία, την υδρολογία και την περιβαλλοντική επιστήμη, καθώς επηρεάζει τη ροή του νερού και την κίνηση των ρύπων. Η χρήση της στη γλώσσα των επιστημών του εδάφους και της υδρολογίας είναι πολύ συχνή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Η ζώνη του βεβοημένου παίζει κρίσιμο ρόλο στη φιλτράρισμα του νερού πριν φτάσει στον υδροφόρο ορίζοντα.
Understanding the vadose zone is essential for effective groundwater management.
Η ποιότητα του νερού στη ζώνη του βεβοημένου είναι καθοριστική για τη διατήρηση υγιών οικοσυστημάτων.
Contaminants can easily migrate through the vadose zone and reach the groundwater.
Οι ρύποι μπορούν εύκολα να μεταναστεύσουν μέσω της ζώνης του βεβοημένου και να φτάσουν στα υπόγεια ύδατα.
Scientists study the vadose zone to understand how irrigation affects soil moisture.
Οι επιστήμονες μελετούν τη ζώνη του βεβοημένου για να κατανοήσουν πώς η άρδευση επηρεάζει την υγρασία του εδάφους.
The vadose zone is often overlooked in hydrological studies, but it is critically important.
Η λέξη "vadose" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "vadere", που σημαίνει "να περπατείς" ή "να βυθίζεσαι", και αναφέρεται στη ζώνη όπου το όριο μεταξύ του στερεού εδάφους και του νερού είναι μεταβαλλόμενο.