Vagabondage είναι ουσιαστικό.
/ˌvæɡəˈbɒndɪdʒ/
Η λέξη "vagabondage" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κανείς αδέσποτος ή περιπλανώμενος. Σημαίνει την περιπλάνηση χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή σαφή σχέδια. Στη σύγχρονη γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από ελευθερία και έλλειψη υποχρεώσεων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και δεν είναι κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, κυρίως λογοτεχνίας.
Η αταξία του τον οδήγησε να εξερευνήσει πολλές διαφορετικές χώρες.
The vagabondage of youth often brings a sense of adventure.
Η περιπλάνηση της νεότητας συχνά φέρνει μία αίσθηση περιπέτειας.
She embraced a life of vagabondage, traveling from city to city.
Η λέξη "vagabondage" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε προτάσεις ή εκφράσεις που αναφέρονται σε ελευθερία και περιπλάνηση. Εδώ είναι ορισμένες παραδείγματα με διαφορετικές εκφράσεις:
Το να ζεις μια ζωή περιπλάνησης μπορεί να είναι απελευθερωτικό για κάποιους.
He found beauty in the vagabondage of his lifestyle.
Βρήκε ομορφιά στην περιπλάνηση του τρόπου ζωής του.
Vagabondage is not just about travel; it’s about freedom.
Η αταξία δεν είναι μόνο για τα ταξίδια; είναι και για την ελευθερία.
Many writers romanticize vagabondage, portraying it as a quest for truth.
Πολλοί συγγραφείς ρομαντικοποιούν την αταξία, απεικονίζοντάς την ως αναζήτηση της αλήθειας.
The joys of vagabondage include meeting new people and discovering new cultures.
Η λέξη "vagabondage" προέρχεται από το γαλλικό "vagabond", που σημαίνει "περιπλανώμενος", σε συνδυασμό με το επίθημα "-age" που υποδηλώνει κατάσταση ή δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - περιπλάνηση - αταξία - περιπλανώμενος τρόπος ζωής
Αντώνυμα: - σταθερότητα - εγκατάσταση - οικειότητα
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "vagabondage".