Ουσιαστικό (Noun)
/kəˈɪəɹi/
Η λέξη "vagary" αναφέρεται σε μια αυθόρμητη ή ασταθή αλλαγή στη διάθεση, τη συμπεριφορά ή τις ιδέες ενός ατόμου. Συχνά χαρακτηρίζει τις απρόβλεπτες μεταβολές στη ζωή ή τις σκέψεις κάποιου, που δεν βασίζονται σε λογικές ή προγραμματισμένες αποφάσεις. Η χρήση της oυσιαστικά συνδέεται περισσότερο με το γραπτό λόγο και την λογοτεχνία, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά.
The vagary of his thoughts left everyone puzzled.
(Η ευφάνταστη μεταβολή των σκέψεών του άφησε όλους σε αμηχανία.)
She often indulges in the vagary of her artistic impulses.
(Συχνά καταδέχεται στην αυθόρμητη έμπνευση των καλλιτεχνικών της παρορμήσεων.)
Η λέξη "vagary" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά επηρεάζει διάφορες φράσεις που σημαίνουν απρόβλεπτες ή αυθόρμητες ενέργειες.
"A vagary of fate can change your life forever."
(Μια αυθόρμητη αλλαγή της μοίρας μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου για πάντα.)
"His career was marked by the vagaries of the market."
(Η καριέρα του επηρεάστηκε από τις ασταθείς αλλαγές της αγοράς.)
"The vagary of her emotions often leads to unexpected outcomes."
(Η ευφάνταστη μεταβολή των συναισθημάτων της οδηγεί συχνά σε απρόσμενα αποτελέσματα.)
Η λέξη "vagary" προέρχεται από το λατινικό "vagari," το οποίο σημαίνει "να περιπλανιέμαι". Έχει εισαχθεί στην Αγγλική γλώσσα τον 17ο αιώνα και αναφερόταν αρχικά σε περιπλανώμενες σκέψεις ή ιδέες.
Συνώνυμα: - caprice - whim - fancy
Αντώνυμα: - predictability - stability - consistency