Ουσιαστικό (Noun)
/ˈveɪɡrənt ˈhɛdʒhɒɡ/
Ο όρος "vagrant hedgehog" αναφέρεται συνήθως σε ένα συγκεκριμένο είδος σκαντζόχοιρου, που είναι αδέσποτος ή περιπλανώμενος. Στο ευρύτερο συμφραζόμενο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει σκατζόχοιρους που δεν έχουν συγκεκριμένο βιότοπο ή κατοικία, και μπορεί να είναι συχνά περίεργοι ή να αναζητούν τροφή σε διαφορετικές τοποθεσίες. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα σχετικά με την οικολογία ή την προστασία της άγριας ζωής παρά στον προφορικό λόγο.
The vagrant hedgehog wandered into my garden last night.
(Η αδέσποτη σκούρα περιπλανήθηκε στον κήπο μου χτες το βράδυ.)
I found a vagrant hedgehog searching for food near the park.
(Βρήκα μια αδέσποτη σκούρα να ψάχνει για τροφή κοντά στο πάρκο.)
Vagrant hedgehogs are often seen scurrying around at dusk.
(Αδέσποτοι σκαντζόχοιροι συχνά παρατηρούνται να τρέχουν γύρω στο σούρουπο.)
Δεν υπάρχουν καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "vagrant hedgehog". Ωστόσο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο για να περιγράψουμε καταστάσεις που σχετίζονται με περιπλάνηση ή αβεβαιότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που ενσωματώνουν την έννοια του όρου.
Like a vagrant hedgehog, I found myself lost in the city.
(Σαν μια αδέσποτη σκούρα, βρέθηκα χαμένος στην πόλη.)
The vagrant hedgehog symbolizes freedom but also vulnerability.
(Η αδέσποτη σκούρα συμβολίζει την ελευθερία αλλά και την ευπάθεια.)
As a vagrant hedgehog, he often roamed from place to place without a home.
(Ως αδέσποτη σκούρα, συχνά περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι.)
Η λέξη "vagrant" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vagari", που σημαίνει «περιπλανώ». Η λέξη "hedgehog" προέρχεται από το παλαιά αγγλική "hyge" που σημαίνει «καρφί», και "hog" που αναφέρεται σε χοίρους, αναφερόμενη στη χαρακτηριστική εμφάνιση του σκαντζόχοιρου.
Συνώνυμα: - Wandering hedgehog (περιπλανώμενη σκούρα) - Stray hedgehog (αδέσποτος σκαντζόχοιρος)
Αντώνυμα: - Domesticated hedgehog (οικιακός σκαντζόχοιρος) - Settled hedgehog (κατοικημένος σκαντζόχοιρος)