Vague είναι επίθετο.
/v eɪ ɡ/
Η λέξη vague χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ασαφές, αβέβαια καθορισμένο ή δύσκολα κατανοητό. Χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος δεν είναι συγκεκριμένος ή όταν η πληροφορία είναι αόριστη. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα που περιγράφουν ιδέες ή συναισθήματα.
The instructions were too vague for us to follow.
Οι οδηγίες ήταν πολύ σαφείς για να τις ακολουθήσουμε.
He gave a vague response to the question.
Έδωσε μια ασαφή απάντηση στην ερώτηση.
Her memories of that day were quite vague.
Οι αναμνήσεις της εκείνης της ημέρας ήταν αρκετά αβέβαιες.
Η λέξη vague δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές φράσεις όπως:
Vague notion - He had a vague notion of what he wanted to achieve.
Είχε μια αόριστη έννοια για το τι ήθελε να πετύχει.
Vague idea - I have a vague idea about the plan.
Έχω μια ασαφή ιδέα για το σχέδιο.
Vague promises - The politician made vague promises during his campaign.
Ο πολιτικός έκανε ασαφείς υποσχέσεις κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του.
Vague reference - She made a vague reference to her past experiences.
Έκανε μια αφηρημένη αναφορά στις παρελθόντες εμπειρίες της.
Vague feelings - He has vague feelings about his future.
Έχει ασαφή συναισθήματα για το μέλλον του.
Η λέξη vague προέρχεται από τη γαλλική λέξη vague, που σημαίνει "αδιευκρίνιστος". Το θρόισμα της λέξης σχετίζεται με την ασαφή φύση της και τις ευρείες σημασίες που έχει.
Συνώνυμα:
- unclear (ασαφής)
- ambiguous (δυσερμήνευτος)
- obscure (ομιχλώδης)
Αντώνυμα:
- clear (σαφής)
- definite (ακριβής)
- explicit (ρητός)