Η λέξη "vomitive" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί ή πυροδοτεί έμετο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικό ή φαρμακευτικό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί πιο γενικά για οποιοδήποτε πράγμα που προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση ή ναυτία. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα.
The vomitive smell of spoiled food made everyone feel nauseous.
Ο εμετικός όλεθρος του μολυσμένου φαγητού έκανε τον καθένα να νιώθει ναυτία.
Some medications can have vomitive side effects.
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να έχουν εμετικά παρενέργειες.
The sight of the vomitive substance made him regret his decision.
Η θέα της εμετικής ουσίας τον έκανε να μετανιώσει για την απόφασή του.
Η λέξη "vomitive" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως μπορεί να εμπλέκεται σε συγκεκριμένες φράσεις:
To have a vomitive reaction
Έχω εμετική αντίδραση
This phrase is used to describe someone's immediate response to something that causes nausea or vomiting.
The vomitive nature of the substance
Η εμετική φύση της ουσίας
This expression could be used in scientific contexts to discuss a particular chemical's potential to induce vomiting.
Η λέξη "vomitive" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vomere", που σημαίνει "να εκτοξεύσω" ή "να εκδιώξω".
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "vomitive".