Voracity είναι ένα ουσιαστικό.
/vəˈræs.ɪ.ti/
Η λέξη "voracity" αναφέρεται στην έντονη και συνήθως υπερβολική επιθυμία για φαγητό ή γνώση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που έχει μεγάλη πείνα ή λαχτάρα, είτε κυριολεκτικά για τρόφιμα είτε μεταφορικά για πληροφορίες ή εμπειρίες. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Her voracity for knowledge made her a great student.
Η λαιμαργία της για γνώση την έκανε σπουδαία μαθήτρια.
The voracity of the hungry wolves was frightening.
Η αδηφαγία των πεινασμένων λύκων ήταν τρομακτική.
Η λέξη "voracity" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει την έντονη πείνα ή την επιθυμία:
Voracious reader
"He is a voracious reader who finishes several books every week."
Είναι αδηφάγος αναγνώστης που ολοκληρώνει αρκετά βιβλία κάθε εβδομάδα.
Voracious appetite
"After the hike, we all had a voracious appetite for food."
Μετά την πεζοπορία, όλοι είχαμε μια έντονη επιθυμία για φαγητό.
Voracity for life
"Her voracity for life inspired everyone around her."
Η αδηφαγία της για τη ζωή ενέπνευσε όλους γύρω της.
Voracious learner
"In this age of information, being a voracious learner is essential."
Σε αυτή την εποχή της πληροφορίας, το να είσαι αδηφάγος μαθητής είναι απαραίτητο.
Η λέξη "voracity" προέρχεται από το λατινικό "vorax", που σημαίνει "λαιμαργός", και το "vorare", που σημαίνει "τρώω" ή "καταναλώνω".
Συνώνυμα:
- Greediness (ληστρικότητα)
- Ravenousness (λιχουδιά)
- Insatiability (ακορεστότητα)
Αντώνυμα:
- Satisfaction (ικανοποίηση)
- Moderation (μετριοπάθεια)
- Contentment (περιεχόμενο)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "voracity". Αν χρειάζεστε περαιτέρω πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!