"Vote taker" είναι ένα ουσιαστικό.
/fəʊt ˈteɪ.kər/
Ο όρος "vote taker" αναφέρεται σε ένα άτομο ή έναν μηχανισμό που συλλέγει ή καταγράφει ψήφους κατά τη διάρκεια εκλογών ή ψηφοφοριών. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πολιτικά ή διοικητικά πλαίσια όπου η καταγραφή των ψήφων είναι κρίσιμη για την ακεραιότητα της διαδικασίας. Ο ρόλος ενός vote taker μπορεί να είναι κρίσιμος στις εκλογές ή σε οργανωμένες ψηφοφορίες.
Η χρήση της λέξης μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε εκθέσεις ή επίσημα έγγραφα, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε πολιτικές συζητήσεις.
Ο εντολέας ψήφου κατέγραφε προσεκτικά κάθε ψηφοδέλτιο για να διασφαλίσει την ακρίβεια.
In the meeting, the vote taker asked everyone to raise their hands to cast their votes.
Ο όρος "vote taker" δεν αποτελεί κοινό μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τις έννοιες της ψήφου και της εκλογικής διαδικασίας:
Ο εντολέας ψήφου έχει την ευθύνη να διατηρεί την αμεροληψία κατά τη διάρκεια των εκλογών.
As a vote taker, you need to be familiar with the rules of the election process.
Ως εντολέας ψήφου, πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με τους κανόνες της εκλογικής διαδικασίας.
It is essential for the vote taker to verify the identity of each voter.
Ο όρος "vote" προέρχεται από τη λατινική λέξη "votum", που σημαίνει "ευχή" ή "ψήφος", ενώ η λέξη "taker" προέρχεται από την αγγλική λέξη "take", που σημαίνει "λαμβάνω" ή "παίρνω". Έτσι, ο συνδυασμός τους αναφέρεται στο άτομο που "παίρνει" ή καταγράφει τις ψήφους.
Συνώνυμα: - Ballot collector - Voting officer
Αντώνυμα: - Vote caster (σε περίπτωση που το "taker" θεωρηθεί αντίθετο του "caster")
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "vote taker" και τις διαφορετικές πτυχές του στην αγγλική γλώσσα.