Vouchor είναι μια λέξη που φαίνεται να έχει γραφεί με λάθος. Η σωστή ορθογραφία είναι voucher. Είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈvaʊtʃər/
Ο όρος voucher αναφέρεται σε ένα έγγραφο ή σε μια ηλεκτρονική μορφή, που επιβεβαιώνει ότι έχει πληρωθεί μια συγκεκριμένη υπηρεσία ή αγαθό, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για την αγορά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα του εμπορίου, των εστιατορίων και των ταξιδιών.
Η χρήση του είναι συχνότερη στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε διαφημιστικα ή εμπορικά συμφραζόμενα.
I received a voucher for a free meal at my favorite restaurant. Έλαβα ένα κουπόνι για ένα δωρεάν γεύμα στο αγαπημένο μου εστιατόριο.
Make sure to use the voucher before its expiration date. Βεβαιώσου ότι θα χρησιμοποιήσεις το κουπόνι πριν από την ημερομηνία λήξης του.
The hotel offered us a voucher for a discounted stay. Το ξενοδοχείο μας προσέφερε ένα κουπόνι για μια εκπτώση στη διαμονή μας.
Ο όρος voucher δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε συνδυασμούς που τον περιλαμβάνουν στον εμπορικό λόγο.
"The voucher system encourages more people to try new restaurants." Το σύστημα κουπονιών ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να δοκιμάσουν νέα εστιατόρια.
"She used a voucher to get a discount on her flight." Χρησιμοποίησε ένα κουπόνι για να αποκτήσει έκπτωση στην πτήση της.
"Many online stores offer vouchers to attract new customers." Πολλά διαδικτυακά καταστήματα προσφέρουν κουπόνια για να προσελκύσουν νέους πελάτες.
Η λέξη voucher προέρχεται από τη γαλλική λέξη voucher, που σημαίνει "να επιβεβαιώσει" ή "να εγγυηθεί".
Συνώνυμα: - coupon (κουπόνι) - certificate (πιστοποιητικό) - token (κωδικός)
Αντώνυμα: - cash (μετρητά) - payment (πληρωμή)
Αυτή είναι μια αναλυτική πληροφόρηση σχετικά με τον όρο voucher, συμπεριλαμβανομένων των χρήσεων και των σημασιών του στη γλώσσα Αγγλικά.