Vulvovaginitis είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌvʌl.voʊ.vəˈdʒaɪ.nɪ.tɪs/
Η vulvovaginitis αναφέρεται σε φλεγμονώδη κατάσταση που επηρεάζει ταυτόχρονα τόσο τη vulva (εξωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας) όσο και τον κόλπο. Είναι συχνά αποτέλεσμα μολύνσεων, αλλεργικών αντιδράσεων ή ερεθισμών.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε ιατρικά ή επιστημονικά πλαίσια, όπως σε ιατρικές αναφορές και κείμενα. Εμφανίζεται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο, εκτός από συζητήσεις γύρω από θέματα υγείας.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με βουλβανοκολπίτιδα αφού τα συμπτώματά της επιδεινώθηκαν.
Treatment for vulvovaginitis typically includes antifungal medications.
Η θεραπεία για τη βουλβανοκολπίτιδα περιλαμβάνει συνήθως αντιμυκητιασικά φάρμακα.
Vulvovaginitis can be caused by various factors, including bacterial infections.
Η λέξη "vulvovaginitis" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα ιατρικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Μετά τη διάγνωση της βουλβανοκολπίτιδας, της συμβουλεύτηκε να διατηρεί καλή υγιεινή.
The doctor explained that vulvovaginitis often occurs due to changes in pH levels.
Ο γιατρός εξήγησε ότι η βουλβανοκολπίτιδα εμφανίζεται συχνά λόγω αλλαγών στα επίπεδα του pH.
Educating patients about vulvovaginitis is crucial for prevention.
Η λέξη vulvovaginitis προέρχεται από το λατινικό "vulva," που σημαίνει "τούνελ" ή "γυναικείο γεννητικό όργανο," και είναι σύνθεση με το "vagina," που σημαίνει "κόλπος", και το Ελληνικό "itis," που σημαίνει φλεγμονή.
Συνώνυμα: - Vulvitis (φλεγμονή της βουβωνικής χώρας) - Vaginitis (φλεγμονή του κόλπου)
Αντώνυμα: - Υγιής κατάσταση των γεννητικών οργάνων - Κανονική κολπική χλωρίδα