Ρήμα (verb)
/wæbəl/
Η λέξη "wabble" αναφέρεται σε μια κίνηση που γίνεται με δόνηση ή ταλαντευστική κίνηση, συχνά με την έννοια ότι κάτι κουνιέται ή τρέμει χωρίς σταθερότητα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν είναι σταθερές και τείνουν να κινήσουν λόγω εξωτερικών παραγόντων.
Η λέξη "wabble" δεν είναι πολύ συνηθισμένη και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή συγκεκριμένα πλαίσια. Συχνά μπορεί να υποδηλώνει μια αστεία ή παιχνιδιάρικη κίνηση.
The jelly on the plate started to wabble when I touched it.
Η ζελέ στην πλάκα άρχισε να ταλαντεύεται όταν την άγγιξα.
He couldn't stand still and began to wabble around the room.
Δεν μπορούσε να σταθεί σταθερός και άρχισε να κουνιέται γύρω από το δωμάτιο.
The toddler's legs wabble as he learns to walk.
Τα πόδια του μικρού κουνιούνται καθώς μαθαίνει να περπατάει.
Η λέξη "wabble" δεν είναι σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες της καθημερινής ζωής.
Wabble like a jelly
When you dance, you wabble like a jelly.
Όταν χορεύεις, τρεκλίζεις σαν ζελέ.
Wabble out of control
The car started to wabble out of control on the icy road.
Το αυτοκίνητο άρχισε να τρεκλίζει εκτός ελέγχου στον παγωμένο δρόμο.
Don't wabble when you walk
Try to walk straight; don't wabble when you walk.
Προσπάθησε να περπατήσεις ίσια; Μην τρεκλίζεις όταν περπατάς.
Η λέξη "wabble" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wobblen," που σημαίνει "ταλαντεύομαι" ή "κουνιέμαι." Η ρίζα της λέξης είναι πιθανώς συνδεδεμένη με άλλες λέξεις που δηλώνουν κίνηση ή αβεβαιότητα.
Συνώνυμα: - wobble - sway - shake
Αντώνυμα: - stabilize - steady - secure