Ο όρος "wafery" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "wafery" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ˈweɪfəri/.
Η λέξη "wafery" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "κεραμιδωτό" - "επίστρωμα" (σε κάποιες περιπτώσεις) - "στρώση κέικ"
Ο όρος "wafery" αναφέρεται συνήθως σε κάτι που σχετίζεται με τα wafers, δηλαδή λεπτά, επίπεδα κομμάτια, που μπορεί να είναι φτιαγμένα από ζάχαρη ή άλλες ύλες. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα υλικό ή μια υφή που έχει τη χαρακτηριστική λεπτή και ελαφριά δομή. Είναι λιγότερο συχνή, χρησιμοποιείται περισσότερο σε υπερβατικές και εξειδικευμένες περιγραφές.
Ο σεφ χρησιμοποίησε την κεραμιδωτή στρώση για να δημιουργήσει ένα κομψό επιδόρπιο.
The wafery texture made the snacks light and crispy.
Η κεραμιδωτή υφή έκανε τα σνακ ελαφριά και τραγανά.
She chose a wafery coating for the cake to enhance its visual appeal.
Η λέξη "wafery" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε σε κάποιες ασυνήθιστες ή περιγραφικές εκφράσεις:
Τα κεραμιδωτά όνειρα ενός σεφ ζαχαροπλαστικής ζωγραφίζονται σε στρώσεις γεύσης.
Life can be wafery, sometimes crisp and delightful, sometimes fragile.
Η ζωή μπορεί να είναι κεραμιδωτή, μερικές φορές τραγανή και ευχάριστη, μερικές φορές εύθραυστη.
Their relationship had a wafery quality, light and airy at first but easy to break.
Ο όρος "wafery" προέρχεται από την αγγλική λέξη "wafer", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "waferia" που σημαίνει "παράγοντας στη ζωή" κατά την παραγωγή ή την κατανάλωση. Η ρίζα του "wafer" σχετίζεται με τη ρίζα της παλαιάς Γαλλικής και της μεσαιωνικής αγγλικής.
Συνώνυμα: - Crusty - Thin
Αντώνυμα: - Thick - Solid