"O όρος" wage earner είναι ουσιαστικό.
/ˈweɪdʒ ˈɜrnər/
Η φράση "wage earner" αναφέρεται σε ένα άτομο που κερδίζει ένα μισθό από τη δουλειά του, δηλαδή είναι εργαζόμενος που λαμβάνει αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα για να τονίσει τη σημασία της εργασίας και του εισοδήματος.
Η χρήση του είναι συχνή, ιδιαίτερα σε γραπτό κείμενο που αναφέρεται σε θέματα εργασίας, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικών τάξεων. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά αλλά παραμένει κατανοητός.
"The wage earner in the family is responsible for the monthly expenses."
(Ο μισθωτός στην οικογένεια είναι υπεύθυνος για τα μηνιαία έξοδα.)
"Many wage earners struggle to make ends meet in today's economy."
(Πολλοί μισθωτοί αγωνίζονται να κάνουν τους λογαριασμούς τους στα σημερινά οικονομικά δεδομένα.)
"Wage earners often face challenges when negotiating salaries."
(Οι μισθωτοί συχνά αντιμετωπίζουν προκλήσεις όταν διαπραγματεύονται τους μισθούς.)
Η φράση "wage earner" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία και την οικονομία:
Αυτό αναφέρεται στη διαφοροποίηση ανάμεσα σε έναν υγιή εργαζόμενο που έχει επιλογές και σε κάποιον που έχει περιορισμένα δικαιώματα ή επιλογές.
"Every wage earner deserves a fair salary."
(Κάθε μισθωτός αξίζει έναν δίκαιο μισθό.)
"The plight of wage earners should be addressed in policy reforms."
(Η κατάσταση των μισθωτών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις.)
"Wage earners play a crucial role in the economy."
(Οι μισθωτοί παίζουν κρίσιμο ρόλο στην οικονομία.)
"Wage earners need to adapt to changing job markets."
(Οι μισθωτοί χρειάζεται να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενες αγορές εργασίας.)
Ο όρος "wage" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "wage" που σημαίνει "αμοιβή" και έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "vadere" που σημαίνει "να προχωρώ". Ο όρος "earner" προέρχεται από το αγγλοσαξονικό "earnian" που σημαίνει "να κερδίζεις".
Συνώνυμα: - Employed person (εργαζόμενος άτομο) - Income earner (φορέας εισοδήματος)
Αντώνυμα: - Unemployed (άνεργος) - Dependent (εξαρτώμενος)