wage-price control - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

wage-price control (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "wage-price control" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/wɛɪdʒ praɪs kənˈtroʊl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Ο όρος "wage-price control" αναφέρεται σε κυβερνητικές πολιτικές που ρυθμίζουν τους μισθούς και τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να ελέγξουν τον πληθωρισμό ή να προωθήσουν τη σταθερότητα στην οικονομία. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο οικονομικών πολιτικών.

Η χρήση αυτού του όρου είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως οικονομικές αναλύσεις και πολιτικές εγγραφές, καθώς και σε συζητήσεις που σχετίζονται με την οικονομία και τη διαχείριση του πληθωρισμού.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The government implemented wage-price control to combat inflation.
  2. Η κυβέρνηση εφάρμοσε έλεγχο μισθών και τιμών για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.

  3. Many economists debate the effectiveness of wage-price control in stabilizing the economy.

  4. Πολλοί οικονομολόγοι συζητούν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου μισθών και τιμών στη σταθεροποίηση της οικονομίας.

  5. Wage-price control may lead to short-term benefits but could have long-term consequences.

  6. Ο έλεγχος μισθών και τιμών μπορεί να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "wage-price control" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να σχετίζονται άμεσα μαζί του, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οικονομικές φράσεις:

  1. Wage-price spiral: A situation where rising wages lead to increasing prices and vice versa.
  2. The economy was trapped in a wage-price spiral, making it difficult to control inflation.
  3. Η οικονομία ήταν παγιδευμένη σε έναν σπειροειδή έλεγχο μισθών και τιμών, καθιστώντας δύσκολο τον έλεγχο του πληθωρισμού.

  4. Price control measures: Policies that set price limits on certain goods or services.

  5. The government announced price control measures to ease the burden on consumers.
  6. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα ελέγχου τιμών για να ελαφρύνει το βάρος των καταναλωτών.

Ετυμολογία

Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα όπου "wage" σημαίνει "μισθός" και "price" αποκαλεί τις "τιμές." Το "control" δηλώνει τον "έλεγχο." Η σύνθεση αυτών των λέξεων προήλθε από την ανάγκη να περιγράψουν τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στις οικονομικές σχέσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Price control - Wage regulation - Income control

Αντώνυμα: - Free market - Deregulation - Price liberalization



25-07-2024