Το "wage-price control" είναι ουσιαστικό.
/wɛɪdʒ praɪs kənˈtroʊl/
Ο όρος "wage-price control" αναφέρεται σε κυβερνητικές πολιτικές που ρυθμίζουν τους μισθούς και τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να ελέγξουν τον πληθωρισμό ή να προωθήσουν τη σταθερότητα στην οικονομία. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο οικονομικών πολιτικών.
Η χρήση αυτού του όρου είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως οικονομικές αναλύσεις και πολιτικές εγγραφές, καθώς και σε συζητήσεις που σχετίζονται με την οικονομία και τη διαχείριση του πληθωρισμού.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε έλεγχο μισθών και τιμών για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Many economists debate the effectiveness of wage-price control in stabilizing the economy.
Πολλοί οικονομολόγοι συζητούν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου μισθών και τιμών στη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Wage-price control may lead to short-term benefits but could have long-term consequences.
Ο όρος "wage-price control" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να σχετίζονται άμεσα μαζί του, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οικονομικές φράσεις:
Η οικονομία ήταν παγιδευμένη σε έναν σπειροειδή έλεγχο μισθών και τιμών, καθιστώντας δύσκολο τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Price control measures: Policies that set price limits on certain goods or services.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα όπου "wage" σημαίνει "μισθός" και "price" αποκαλεί τις "τιμές." Το "control" δηλώνει τον "έλεγχο." Η σύνθεση αυτών των λέξεων προήλθε από την ανάγκη να περιγράψουν τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στις οικονομικές σχέσεις.
Συνώνυμα: - Price control - Wage regulation - Income control
Αντώνυμα: - Free market - Deregulation - Price liberalization