Ο όρος "wagon-head" αναφέρεται στους εξής δύο κυριότερους τομείς: 1. Στην σιδηροδρομική ορολογία, αναφέρεται στην κεφαλή ενός βαγονιού ή το τμήμα που συνδέει το βαγόνι με μηχανές ή άλλα βαγόνια. 2. Σε πιο ευρύτερη χρήση, μπορεί να περιγράψει κάποιον που είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός βαγονιού ή μιας ομάδας βαγονιών.
Η κεφαλή του βαγονιού υπέστη ζημιά κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.
The engineer inspected the wagon-head before proceeding with the journey.
Ο μηχανικός εξέτασε την κεφαλή του βαγονιού πριν συνεχίσουν το ταξίδι.
Adjusting the wagon-head properly is crucial for the safety of the train.
Η έκφραση "wagon-head" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που αναφέρονται στη σιδηροδρομική λειτουργία.
Ο οδηγός, με προσεκτική ματιά στην κεφαλή του βαγονιού, διασφάλισε ότι όλα ήταν στη θέση τους.
A well-maintained wagon-head can prevent major accidents on the rail.
Μια καλοσυντηρημένη κεφαλή βαγονιού μπορεί να αποτρέψει σοβαρούς ατυχήματα στις ράγες.
He took pride in his ability to fix any issues at the wagon-head.
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη "wagon", που σημαίνει βαγόνι (προερχόμενη από το παλαιά αγγλική "waggan"), και "head", που σημαίνει κεφαλή ή κορυφή, προσδιορίζοντας το μπροστινό τμήμα του βαγονιού.
lead car
Αντώνυμα:
Όλα τα παραπάνω παρουσίασαν έναν ολοκληρωμένο και λεπτομερή χαρακτήρα του όρου "wagon-head" στην αγγλική γλώσσα.