wail - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

wail (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Wail είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/wɛɪl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "wail" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να κλαίει ή να εκφράζει έντονη λύπη ή οδύνη με έντονη φωνή. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάποιος εκφράζει συναισθήματα θλίψης, όπως σε μια κηδεία ή σε περίπτωση απώλειας.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The baby began to wail when it was hungry.
  2. Το μωρό άρχισε να κλαίει όταν πείνασε.

  3. She couldn't help but wail at the funeral of her grandmother.

  4. Δεν μπορούσε να μην θρηνήσει στην κηδεία της γιαγιάς της.

  5. The wind would wail through the trees at night.

  6. Ο αέρας θα θρηνούσε μέσα από τα δέντρα τη νύχτα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "wail" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συνήθως περιγράφει έντονες καταστάσεις συναισθημάτων.

  1. Wail in despair
  2. She wailed in despair when she heard the bad news.
  3. Αυτή θρήνησε από απελπισία όταν άκουσε τα κακά νέα.

  4. A wail of anguish

  5. The wail of anguish echoed through the empty halls.
  6. Ο θρήνος της οδύνης αντήχησε μέσα από τους άδειους διαδρόμους.

  7. Wail like a banshee

  8. When the storm hit, the wind wailed like a banshee.
  9. Όταν χτύπησε η καταιγίδα, ο άνεμος θρήνησε σαν μπατσίνα.

  10. Wailing for justice

  11. The community was wailing for justice after the tragic event.
  12. Η κοινότητα θρήνησε για δικαιοσύνη μετά το τραγικό γεγονός.

  13. Wail your heart out

  14. After the breakup, she wailed her heart out for days.
  15. Μετά τον χωρισμό, έκλαιγε συντετριμμένη για μέρες.

Ετυμολογία

Η λέξη "wail" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "wailen", που σημαίνει "να θρηνήσει". Αποτελεί μέρος μιας μακράς παράδοσης στη λογοτεχνία να περιγράφει το κλάμα ή τον θρήνο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Cry - Moan - Lament

Αντώνυμα: - Laugh - Rejoice - Celebrate



25-07-2024