Wail είναι ρήμα.
/wɛɪl/
Η λέξη "wail" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να κλαίει ή να εκφράζει έντονη λύπη ή οδύνη με έντονη φωνή. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάποιος εκφράζει συναισθήματα θλίψης, όπως σε μια κηδεία ή σε περίπτωση απώλειας.
Το μωρό άρχισε να κλαίει όταν πείνασε.
She couldn't help but wail at the funeral of her grandmother.
Δεν μπορούσε να μην θρηνήσει στην κηδεία της γιαγιάς της.
The wind would wail through the trees at night.
Η λέξη "wail" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συνήθως περιγράφει έντονες καταστάσεις συναισθημάτων.
Αυτή θρήνησε από απελπισία όταν άκουσε τα κακά νέα.
A wail of anguish
Ο θρήνος της οδύνης αντήχησε μέσα από τους άδειους διαδρόμους.
Wail like a banshee
Όταν χτύπησε η καταιγίδα, ο άνεμος θρήνησε σαν μπατσίνα.
Wailing for justice
Η κοινότητα θρήνησε για δικαιοσύνη μετά το τραγικό γεγονός.
Wail your heart out
Η λέξη "wail" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "wailen", που σημαίνει "να θρηνήσει". Αποτελεί μέρος μιας μακράς παράδοσης στη λογοτεχνία να περιγράφει το κλάμα ή τον θρήνο.
Συνώνυμα: - Cry - Moan - Lament
Αντώνυμα: - Laugh - Rejoice - Celebrate