Wain είναι ουσιαστικό.
/weɪn/
Η λέξη wain αναφέρεται κυρίως σε ένα τύπο αμαξιού που χρησιμοποιείται μεταφορικά για τη μεταφορά αγαθών, συχνά κατά τη διάρκεια της γεωργικής εργασίας. Είναι μια παλαιότερη λέξη που χρησιμοποιείται σπάνια σήμερα, ωστόσο διατηρεί την ιστορική της αξία. Στη σύγχρονη χρήση κοντά σε νομικά ή λογοτεχνικά κείμενα, μπορεί να αναφέρεται σε παραδοσιακά αμαξάκια ή σε πολιτιστικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αγρότης φόρτωσε την καρότσα με χόρτο.
In ancient times, a wain was essential for transporting goods.
Η λέξη «wain» δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες φράσεις και παραδείγματα.
«Τα αγαθά φέρθηκαν στο σπίτι με το αμάξι μετά την ημέρα της αγοράς.»
With a heavy heart, he loaded the wain.
Η λέξη «wain» προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "waegan," που σημαίνει "να μεταφέρω" και έχει τις ρίζες της σε γερμανικές γλώσσες. Συνδέεται επίσης με τη γερμανική λέξη "wagen" και την ολλανδική "wagen," που έχουν παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Cart - Vehicle - Wagon
Αντώνυμα: - None (Η λέξη είναι συγκεκριμένη και δεν έχει άμεσα αντώνυμα στο σύγχρονο λεξιλόγιο.)