Ρήμα
/wake/
Η λέξη "wake" σημαίνει να ξυπνήσεις από ύπνο ή να προκαλέσεις κάποιον να ξυπνήσει. Χρησιμοποιείται επίσης σε μεταφορικές έννοιες, όπως η αφύπνιση ή η αφύπνιση συνειδητοποίησης σχετικά με ένα ζήτημα ή γεγονός. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη "wake" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο για δουλειά.
She tried to wake him, but he wouldn't stir.
Προσπάθησε να τον ξυπνήσει, αλλά δεν κουνήθηκε.
The loud noise outside will wake the whole neighborhood.
Η λέξη "wake" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Παραδείγματική πρόταση: You’ve been living in a fantasy; it’s time to wake up and smell the coffee.
to wake the dead
Παραδείγματική πρόταση: The noise from the construction site could wake the dead.
to wake up on the wrong side of the bed
Η λέξη "wake" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wacan," που σημαίνει "να είναι ξύπνιος" ή "να αφυπνίζεται". Ανήκει σε μια σειρά γλωσσών, με παρόμοιες ρίζες σε πολλές γερμανικές γλώσσες.