walk up - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

walk up (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "walk up" λειτουργεί ως ρήμα (verb), συγκεκριμένα ως φράση ρήματος.

Φωνητική μεταγραφή

IPA: /wɔk ʌp/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "walk up" σημαίνει να περπατήσει κανείς προς μία κατεύθυνση ή ένα σημείο, συχνά με σκοπό να μιλήσει σε κάποιον ή να φτάσει κάπου. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή, ειδικά όταν αφορά κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I will walk up to the store to get some snacks.
  2. Θα περπατήσω μέχρι το κατάστημα να πάρω μερικά σνακ.

  3. She decided to walk up to him and introduce herself.

  4. Αυτή αποφάσισε να του πλησιάσει και να αυτοσυστηθεί.

  5. They walk up the hill every morning for exercise.

  6. Αυτοί ανεβαίνουν το λόφο κάθε πρωί για άσκηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "walk up" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Walk up a storm.
  2. To walk up a storm means to walk with great energy or enthusiasm.
  3. Πηγαίνω με μεγάλη ενέργεια.

  4. Walk up to someone’s level.

  5. To walk up to someone’s level means to improve or raise one's abilities to match those of another.
  6. Εξελίσσομαι ώστε να μπορώ να ανταγωνιστώ.

  7. Walk up the wrong way.

  8. To walk up the wrong way means to take the incorrect path or make mistakes.
  9. Πηγαίνω σε λάθος κατεύθυνση.

  10. Walk up in the world.

  11. To walk up in the world refers to improving one's social or economic status.
  12. Αναρριχώμαι κοινωνικά/οικονομικά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "walk" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wealcan," που σημαίνει "να κινείσαι με τα πόδια". Η πρόθεση "up" ενδέχεται να προήλθε από την Παλαιά Αγγλική λέξη "upp", που σημαίνει "ψηλά" ή "σε μία κατεύθυνση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - approach (πλησιάζω) - advance (προχωρώ)

Αντώνυμα: - walk away (φεύγω) - retreat (υποχωρώ)



25-07-2024