Η φράση "walk up" λειτουργεί ως ρήμα (verb), συγκεκριμένα ως φράση ρήματος.
IPA: /wɔk ʌp/
Η φράση "walk up" σημαίνει να περπατήσει κανείς προς μία κατεύθυνση ή ένα σημείο, συχνά με σκοπό να μιλήσει σε κάποιον ή να φτάσει κάπου. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή, ειδικά όταν αφορά κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Θα περπατήσω μέχρι το κατάστημα να πάρω μερικά σνακ.
She decided to walk up to him and introduce herself.
Αυτή αποφάσισε να του πλησιάσει και να αυτοσυστηθεί.
They walk up the hill every morning for exercise.
Η φράση "walk up" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πηγαίνω με μεγάλη ενέργεια.
Walk up to someone’s level.
Εξελίσσομαι ώστε να μπορώ να ανταγωνιστώ.
Walk up the wrong way.
Πηγαίνω σε λάθος κατεύθυνση.
Walk up in the world.
Η λέξη "walk" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wealcan," που σημαίνει "να κινείσαι με τα πόδια". Η πρόθεση "up" ενδέχεται να προήλθε από την Παλαιά Αγγλική λέξη "upp", που σημαίνει "ψηλά" ή "σε μία κατεύθυνση".
Συνώνυμα: - approach (πλησιάζω) - advance (προχωρώ)
Αντώνυμα: - walk away (φεύγω) - retreat (υποχωρώ)