Το "walking-out" είναι ένα ρήμα στη μορφή της παρούσας συμμετοχής (present participle) που προκύπτει από το ρήμα "walk".
/ˈwɔː.kɪŋ aʊt/
Το "walking-out" αναφέρεται συνήθως στην πράξη του να φεύγει κανείς από ένα μέρος, συχνά με μια συνειδητή ή συμβολική πράξη, όπως π.χ. αποχώρηση από μια συνάντηση ή εκδήλωση. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε περιπτώσεις που σχετίζονται με διαμαρτυρίες ή απογοητεύσεις.
After the disagreement, he decided on a walking-out from the meeting.
Μετά τη διαφωνία, αποφάσισε να αποχωρήσει από τη συνάντηση.
The protestors were known for their walking-out during important speeches.
Οι διαδηλωτές ήταν γνωστοί για την εκκένωσή τους κατά τη διάρκεια σημαντικών ομιλιών.
Το "walking-out" έχει χρησιμοποιηθεί συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν ενέργειες αποχώρησης ή διαμαρτυρίας.
Walking out on someone: Meaning to abandon someone or something unexpectedly.
She felt betrayed after he walked out on her during their most challenging moments.
Αισθάνθηκε προδομένη αφού την εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια των πιο δύσκολων στιγμών τους.
Walking out of a job: Refers to quitting or leaving a job abruptly.
He made headlines for walking out of his job without notice.
Έκανε τίτλους ειδήσεων για την εκκένωσή του από τη δουλειά του χωρίς προειδοποίηση.
Walking out in protest: Using this phrase describes leaving as an act of rebellion or protest.
The students were walking out in protest of the school’s new policies.
Οι μαθητές αποχωρούσαν διαμαρτυρόμενοι για τις νέες πολιτικές του σχολείου.
Η λέξη συντίθεται από το ρήμα "walk" (περπατώ) και την προθετική λέξη "out" (έξω), η οποία προσθέτει την έννοια της εξόδου ή της αποχώρησης. Το "walk" έχει τις ρίζες του στην παλαιά Αγγλική λέξη "wealcan", που σημαίνει "να κινηθείς ή να προχωρήσεις".