Ο όρος "wall panel" είναι ουσιαστικό.
/wɔl ˈpænəl/
Ο όρος "wall panel" αναφέρεται σε κατασκευαστικά στοιχεία που τοποθετούνται σε τοίχους για λειτουργικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Αυτά τα πάνελ μπορεί να είναι κατασκευασμένα από διάφορα υλικά, όπως ξύλο, μάρμαρο, μέταλλο ή πλαστικό. Χρησιμοποιούνται συχνά σε κατασκευές για να βελτιώσουν την αισθητική, την μόνωση και την ηχητική απόδοση ενός χώρου. Η συχνότητα χρήσης τους είναι υψηλή, κυρίως σε κατασκευαστικά και διακοσμητικά συμφραζόμενα, διότι εμφανίζονται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Το σαλόνι μεταμορφώθηκε με ένα όμορφο πάνελ τοίχου.
Installing a wall panel can improve sound insulation.
Η εγκατάσταση ενός πάνελ τοίχου μπορεί να βελτιώσει την ηχομόνωση.
They chose a wooden wall panel for a warm feel in the office.
Ο όρος "wall panel" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις με καθιερωμένο χαρακτήρα, αλλά ορισμένα παραδείγματα που συνδέονται με το περιβάλλον που αναφέρεται είναι:
Να σπάσουμε τους τοίχους: Αυτή η φράση σημαίνει να αφαιρέσουμε εμπόδια ή περιορισμούς, συχνά σε μεταφορικό επίπεδο.
"Wall of silence": A situation where no one speaks or shares information.
Τείχος σιωπής: Μια κατάσταση όπου κανείς δεν μιλά ή δεν μοιράζεται πληροφορίες.
"Hit the wall": To reach a point of exhaustion or inability to continue.
Ο όρος "panel" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "panel", που σημαίνει "κομμάτι", και η λέξη "wall" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "weall", που σημαίνει "φράγμα" ή "τοίχος".
Συνώνυμα: - wall covering - partition - paneling
Αντώνυμα: - opening - void - gap