Wall scraper: Ουσιαστικό (noun)
/wɔːl ˈskreɪpər/
Ο όρος wall scraper αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση επιφανειακών υλικών από τοίχους, όπως χρώμα, ταπετσαρία ή άλλες επιφάνειες. Στη γλώσσα των κατασκευών και της ανακαίνισης, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει διαδικασίες που σχετίζονται με την προετοιμασία επιφανειών για νέα επεξεργασία.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνικά κείμενα, αλλά και σε προφορική επικοινωνία μεταξύ επαγγελματιών του τομέα.
Ο εργολάβος χρησιμοποίησε έναν ξυστήρα τοίχων για να αφαιρέσει το παλιό χρώμα πριν την επαναχρωματισμό.
To prepare the surface for wallpaper, it's essential to use a wall scraper.
Για να προετοιμάσετε την επιφάνεια για ταπετσαρία, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσετε έναν ξυστήρα τοίχων.
Proper use of a wall scraper can significantly reduce the time spent on renovation.
Ο όρος wall scraper δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις σχετικές με ανακαινίσεις ή κατασκευές. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Πριν ξεκινήσουμε την ανακαίνιση, πρέπει να βγάλουμε τον ξυστήρα τοίχων για να καθαρίσουμε την επιφάνεια.
Every renovation project requires a good wall scraper to ensure the best finish.
Κάθε έργο ανακαίνισης απαιτεί έναν καλό ξυστήρα τοίχων για να εξασφαλίσει την καλύτερη φινέτσα.
I always keep a wall scraper handy when working on home improvements.
Ο όρος scraper προέρχεται από το ρήμα "scrape", που σημαίνει "ξύνω", και το "wall" αναφέρεται στην κάθετη κατασκευή που αποτελεί το όριο χώρου. Συνδυάζοντας τις δύο λέξεις προκύπτει ο συγκεκριμένος όρος που περιγράφει ένα εργαλείο για ξύσιμο τοίχων.
Συνώνυμα - Surface scraper - Paint scraper
Αντώνυμα - Wall protector (προστατευτικό τοίχου) - Wall armor (αρματωσιά τοίχου)
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης wall scraper και των σχετικών της πτυχών.