Η έκφραση "walled-in" αναφέρεται στην κατάσταση ενός ατόμου ή αντικειμένου που βρίσκεται περιορισμένο ή εγκλωβισμένο μέσα σε τοίχους ή άλλου είδους περιφράξεις. Χρησιμοποιείται συχνά μεταφορικά για να περιγράψει συναισθήματα ή καταστάσεις περιορισμού, απομόνωσης ή έλλειψης ελευθερίας. Η χρήση της στην αγγλική γλώσσα μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνότερα συναντάται σε πιο περιγραφικά ή λογοτεχνικά κείμενα.
Ο κήπος φeltäνε περιφραγμένος, περιτριγυρισμένος από ψηλούς φράχτες.
He felt walled-in by his responsibilities and duties.
Αν και η λέξη "walled-in" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις για να περιγράψει καταστάσεις:
Νιώθω εγκλωβισμένος από τις προσδοκίες.
He often describes his work life as walled-in.
Συχνά περιγράφει τη ζωή του στη δουλειά ως περιφραγμένη.
Being walled-in emotionally can be difficult.
Η λέξη "walled-in" προέρχεται από την ένωση της λέξης "wall" (τοίχος) και του βοηθητικού ρήματος "in". Η "wall" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "weall", που σημαίνει περιφέρεια ή φράχτης.
Συνώνυμα: - confined - enclosed - trapped
Αντώνυμα: - free - unobstructed - open