walled-in - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

walled-in (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η έκφραση "walled-in" αναφέρεται στην κατάσταση ενός ατόμου ή αντικειμένου που βρίσκεται περιορισμένο ή εγκλωβισμένο μέσα σε τοίχους ή άλλου είδους περιφράξεις. Χρησιμοποιείται συχνά μεταφορικά για να περιγράψει συναισθήματα ή καταστάσεις περιορισμού, απομόνωσης ή έλλειψης ελευθερίας. Η χρήση της στην αγγλική γλώσσα μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνότερα συναντάται σε πιο περιγραφικά ή λογοτεχνικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The garden felt walled-in, surrounded by tall fences.
  2. Ο κήπος φeltäνε περιφραγμένος, περιτριγυρισμένος από ψηλούς φράχτες.

  3. He felt walled-in by his responsibilities and duties.

  4. Ένιωθε εγκλωβισμένος από τις ευθύνες και καθήκοντά του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "walled-in" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις για να περιγράψει καταστάσεις:

  1. Feel walled-in by expectations.
  2. Νιώθω εγκλωβισμένος από τις προσδοκίες.

  3. He often describes his work life as walled-in.

  4. Συχνά περιγράφει τη ζωή του στη δουλειά ως περιφραγμένη.

  5. Being walled-in emotionally can be difficult.

  6. Το να είσαι εγκλωβισμένος συναισθηματικά μπορεί να είναι δύσκολο.

Ετυμολογία

Η λέξη "walled-in" προέρχεται από την ένωση της λέξης "wall" (τοίχος) και του βοηθητικού ρήματος "in". Η "wall" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "weall", που σημαίνει περιφέρεια ή φράχτης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - confined - enclosed - trapped

Αντώνυμα: - free - unobstructed - open



25-07-2024