walling-up - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

walling-up (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "walling-up" είναι ουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιείται και ως ρήμα σε προφορικό ή γραπτό λόγο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwɔː.lɪŋ ʌp/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η έννοια του "walling-up" αναφέρεται στη διαδικασία του τοποθετήματος τοίχων ή φραγμάτων για να απομονωθεί ή να αποτριφθεί κάτι. Στη μεταφορική του χρήση, μπορεί να υποδηλώνει τον περιορισμό συναισθημάτων ή την απομόνωση ενός ατόμου.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις που σχετίζονται με κατασκευές, αλλά και στην ψυχολογία για να περιγράψει την ψυχολογική απομόνωση. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The workers began walling-up the old entrance to the building.
  2. Οι εργάτες άρχισαν να τοποθετούν τοίχο στην παλιά είσοδο του κτιρίου.

  3. After the argument, she felt like walling-up her feelings to protect herself.

  4. Μετά την διαφωνία, αισθάνθηκε ότι έπρεπε να περιορίσει τα συναισθήματά της για να προστατευθεί.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "walling-up" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορική περιγραφή σε κάποιες εκφράσεις για να υποδηλώσει απομόνωση ή περιορισμό.

  1. He felt like he was walling-up from the rest of the world.
  2. Αισθάνονταν ότι απομονωνόταν από τον υπόλοιπο κόσμο.

  3. Sometimes, walling-up your heart can prevent you from forming connections.

  4. Μερικές φορές, η απομόνωση της καρδιάς σου μπορεί να αποτρέψει την δημιουργία σχέσεων.

  5. She decided to stop walling-up her emotions and start expressing herself.

  6. Αποφάσισε να σταματήσει να περιορίζει τα συναισθήματά της και να αρχίσει να τα εκφράζει.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "wall" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "walle," η οποία έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "vallum," που σημαίνει φράγμα ή περίφραξη. Το "up" προστίθεται για να δηλώσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας ή την κατεύθυνση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - enclosure - confinement - segregation

Αντώνυμα: - opening (άνοιγμα) - liberation (απελευθέρωση) - connection (σύνδεση)



25-07-2024