Το "walling-up" είναι ουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιείται και ως ρήμα σε προφορικό ή γραπτό λόγο.
/ˈwɔː.lɪŋ ʌp/
Η έννοια του "walling-up" αναφέρεται στη διαδικασία του τοποθετήματος τοίχων ή φραγμάτων για να απομονωθεί ή να αποτριφθεί κάτι. Στη μεταφορική του χρήση, μπορεί να υποδηλώνει τον περιορισμό συναισθημάτων ή την απομόνωση ενός ατόμου.
Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις που σχετίζονται με κατασκευές, αλλά και στην ψυχολογία για να περιγράψει την ψυχολογική απομόνωση. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο.
Οι εργάτες άρχισαν να τοποθετούν τοίχο στην παλιά είσοδο του κτιρίου.
After the argument, she felt like walling-up her feelings to protect herself.
Το "walling-up" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορική περιγραφή σε κάποιες εκφράσεις για να υποδηλώσει απομόνωση ή περιορισμό.
Αισθάνονταν ότι απομονωνόταν από τον υπόλοιπο κόσμο.
Sometimes, walling-up your heart can prevent you from forming connections.
Μερικές φορές, η απομόνωση της καρδιάς σου μπορεί να αποτρέψει την δημιουργία σχέσεων.
She decided to stop walling-up her emotions and start expressing herself.
Η λέξη "wall" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "walle," η οποία έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "vallum," που σημαίνει φράγμα ή περίφραξη. Το "up" προστίθεται για να δηλώσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας ή την κατεύθυνση.
Συνώνυμα: - enclosure - confinement - segregation
Αντώνυμα: - opening (άνοιγμα) - liberation (απελευθέρωση) - connection (σύνδεση)