Η λέξη "washing-day" είναι ουσιαστικό.
/wɔːʃɪŋ deɪ/
Η λέξη "washing-day" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ημέρα κατά την οποία γίνεται το πλύσιμο ρούχων ή άλλων κλινοσκεπασμάτων. Συνήθως πρόκειται για μια ημέρα που οι οικογένειες αφιερώνονται σε καθαριστικές δουλειές, συνήθως το Σάββατο ή την Κυριακή, αν μιλάμε για παραδοσιακές πρακτικές. Χρησιμοποιείται περιστασιακά και σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά περισσότερο σε περιγραφές ή σε αφηγήσεις.
It's washing-day, so I need to do all the laundry.
(Είναι ημέρα πλύσης, οπότε πρέπει να κάνω όλα τα πλυντήρια.)
On washing-day, my mother always prepares a big basket for the clothes.
(Την ημέρα πλύσης, η μητέρα μου πάντα ετοιμάζει ένα μεγάλο καλάθι για τα ρούχα.)
Last Saturday was washing-day, and I spent the whole day cleaning.
(Το περασμένο Σάββατο ήταν ημέρα πλύσης και πέρασα όλη την ημέρα καθαρίζοντας.)
Η λέξη "washing-day" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να προκύψει σε φράσεις που περιγράφουν την αποδοτικότητα ή την προετοιμασία γύρω από το πλύσιμο.
A clean house on washing-day brings a fresh start to the week.
(Ένα καθαρό σπίτι την ημέρα πλύσης φέρνει μια φρέσκια αρχή στην εβδομάδα.)
Washing-day blues can hit when you have too much laundry.
(Η μελαγχολία της ημέρας πλύσης μπορεί να εμφανιστεί όταν έχεις πάρα πολλά πλυντήρια.)
Mark your calendar for washing-day; it helps keep things organized!
(Σημείωσε στο ημερολόγιό σου την ημέρα πλύσης. Αυτό βοηθάει να διατηρούνται τα πράγματα οργανωμένα!)
Η λέξη "washing" προέρχεται από το ρήμα "wash", το οποίο σημαίνει να καθαρίσεις κάτι με νερό ή απορρυπαντικά. Ο όρος "day" αναφέρεται σε μια 24ωρη περίοδο. Η σύνθεση των δύο λέξεων δημιουργεί τον όρο "washing-day".
Συνώνυμα: - laundry day (ημέρα πλυντηρίου) - cleaning day (ημέρα καθαριότητας)
Αντώνυμα: - mess day (ημέρα ακαταστασίας) - disorder day (ημέρα αναρχίας)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "washing-day".