Washover: Ρήμα (verb)
/wɔːʃˈoʊ.vər/
Washover αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της κίνησης του νερού που προκαλείται όταν το νερό από έναν ποταμό, τη θάλασσα ή μια άλλη πηγή εισέρχεται σε μια περιοχή, συνήθως λόγω κύματος ή παλίρροιας. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε περιβαλλοντικά ή γεωλογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει την επίδραση του νερού σε αμμώδεις ή κοιλότητες περιοχές.
Χρησιμοποίηση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
Η καταιγίδα προκάλεσε σημαντική πλημμυρίδα στην παραλία.
After the heavy rains, washover affected the coastal areas.
Η λέξη "washover" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:
"Ένιωσε να είναι παγιδευμένος σε μια πλημμυρίδα γεγονότων που δεν μπορούσε να διαχειριστεί."
A washover of emotions: This phrase describes a sudden influx of feelings.
Η λέξη "washover" προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων "wash" (πλύσιμο) και "over" (πάνω από), υποδηλώνοντας την κίνηση του νερού που «πλένει» μια περιοχή.