Η φράση "watch television" αναφέρεται στην πράξη του να παρακολουθεί κάποιος προγράμματα που παρουσιάζονται σε τηλεοπτικά κανάλια μέσω μιας τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και είναι αρκετά κοινή στην αγγλική γλώσσα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ψυχαγωγία που απολαμβάνει κάποιος στο σπίτι του.
Μου αρέσει να παρακολουθώ τηλεόραση το βράδυ μετά το δείπνο.
She decided to watch television instead of reading a book.
Εκείνη αποφάσισε να παρακολουθήσει τηλεόραση αντί να διαβάσει ένα βιβλίο.
They often watch television together as a family.
Η φράση "watch television" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι η πιο κοινή θεματολογία. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές περιπέτειες:
"Θα παρακολουθούσε τηλεόραση όλη μέρα αν μπορούσε."
Binge-watch television series
"Αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε μαραθώνια τη σειρά τηλεόρασης που αγαπάμε το Σαββατοκύριακο."
Turn off the television
Ο όρος "television" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "τηλε" (μακριά) και "βλέπω" (βλέπω). Η λέξη "watch" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wacchan", που σημαίνει "να παρακολουθείς ή να προσέχεις".
Αυτή η φράση είναι συνήθως άμεση και κατανοητή, με πολλές πιθανές προεκτάσεις στη χρήση της, ανάλογα με το πλαίσιο.