"Water tightness" είναι μία φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/wɔːtər ˈtaɪtnəs/
Η "water tightness" αναφέρεται στην ιδιότητα ενός αντικειμένου ή ενός συστήματος να είναι ανθεκτικό ή να είναι ικανό να εμποδίζει τη διείσδυση νερού. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και κατασκευαστικά περιβάλλοντα, όπως σε κτήρια, σκάφη ή ηλεκτρονικές συσκευές. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι μέτρια έως υψηλή, χρησιμοποιείται κυρίως στα γραπτά πλαίσια (τεχνικές προδιαγραφές, μελέτες, άρθρα) αλλά και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν τη μηχανική και την κατασκευή.
The water tightness of the new roof was tested extensively.
(Η υδατοστεγανότητα της νέας στέγης δοκιμάστηκε εκτενώς.)
Engineers are concerned about the water tightness of the underground tank.
(Οι μηχανικοί ανησυχούν για την υδατοστεγανότητα της υπόγειας δεξαμενής.)
Water tightness is essential for maintaining the functionality of the device.
(Η υδατοστεγανότητα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της λειτουργικότητας της συσκευής.)
Ενώ η φράση "water tightness" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πλήρεις ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να αναγνωριστεί σε κάποιες τεχνικές ή μεταφορικές φράσεις:
The plan needs to have water tightness in its implementation.
(Το σχέδιο πρέπει να έχει υδατοστεγανότητα στην εφαρμογή του.)
His arguments were lacking in water tightness.
(Τα επιχειρήματά του έλειπαν σε υδατοστεγανότητα.)
We must ensure the water tightness of our contracts.
(Πρέπει να διασφαλίσουμε την υδατοστεγανότητα των συμβολαίων μας.)
The car's water tightness will determine its longevity.
(Η υδατοστεγανότητα του αυτοκινήτου θα καθορίσει τη μακροχρόνια ζωή του.)
Η λέξη "water" προέρχεται από την παλιά αγγλική "wæter", που συνδέεται με παρόμοιες λέξεις σε άλλες γερμανικές γλώσσες. Η λέξη "tightness" προέρχεται από τη λέξη "tight", που σημαίνει σφιχτός, με προσθήκη του επιθετικού "ness" για να δηλώσει την κατάσταση ή την ποιότητα.
Συνώνυμα: - Watertightness - Impermeability
Αντώνυμα: - Leakiness - Permeability