Water-plant: ονομαστικό (υποκείμενο).
/wɔːtər plænt/
Η λέξη water-plant αναφέρεται σε φυτά που αναπτύσσονται σε ή κοντά σε νερό, όπως σε λίμνες, ποτάμια ή βάλτους. Συχνά χρησιμοποιείται στη βιολογία και την οικολογία για να περιγράψει φυτά που είναι προσαρμοσμένα για ζωή κάτω από υδάτινες συνθήκες.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μέτρια, και μπορεί να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτά πλαίσια όπως επιστημονικά άρθρα και βιβλία σχετικά με τη βιολογία. Στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, εκτός τεχνικών συζητήσεων.
1.The water-plant thrives in the shallow waters of the pond.
Το υδάτινο φυτό ευδοκιμεί στα ρηχά νερά της λίμνης.
Many species of water-plants provide shelter for fish.
Πολλά είδη υδάτινων φυτών προσφέρουν καταφύγιο για ψάρια.
The biologist studied the adaptation of water-plants to their environment.
Ο βιολόγος μελέτησε την προσαρμογή των υδάτινων φυτών στο περιβάλλον τους.
Η φράση "water-plant" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με ορισμένες συνοδευτικές φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν ποιότητες των υδάτινων φυτών.
"The garden needs more water-plants to create a vibrant ecosystem."
"Ο κήπος χρειάζεται περισσότερα υδάτινα φυτά για να δημιουργήσει ένα ζωντανό οικοσύστημα."
"Using water-plants can improve water quality in artificial ponds."
"Η χρήση υδάτινων φυτών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα του νερού σε τεχνητές λίμνες."
"Some water-plants can filter pollutants from the water."
"Ορισμένα υδάτινα φυτά μπορούν να φιλτράρουν ρύπους από το νερό."
"Considering water-plants in landscape design adds both beauty and functionality."
"Η σκέψη για υδάτινα φυτά στο σχεδιασμό τοπίου προσθέτει ομορφιά και λειτουργικότητα."