Επίθετο + Ουσιαστικό
/wɔːtər ˈsætʃʊˌreɪtɪd sænd/
Ο όρος "water-saturated sand" αναφέρεται στην άμμο που είναι κορεσμένη με νερό, δηλαδή η άμμος περιέχει όσο το δυνατόν πιο πολύ νερό, χωρίς να απορροφά κανένα επιπλέον. Είναι συχνά σχετικός με γεωλογικές και μηχανικές εφαρμογές, όπως θεμελιώσεις, κατασκευές και φυσικές καταστροφές.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, όπως στη γεωλογία, τη μηχανική και τις περιβαλλοντικές μελέτες. Από τη φύση του, χρησιμοποιείται περισσότερο στη γραπτή μορφή παρά στον προφορικό λόγο.
Ο οικοδομικός χώρος ήταν καλυμμένος με υγρή άμμο.
Water-saturated sand can lead to liquefaction during earthquakes.
Η υγρή άμμος μπορεί να οδηγήσει σε ρευστοποίηση κατά τη διάρκεια των σεισμών.
Engineers must assess the stability of water-saturated sand before building foundations.
Ο όρος "water-saturated sand" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρείτε σχετικές φράσεις που προκύπτουν από τη φυσική ή την κατασκευή:
"Πιασμένος σε παγίδα υγρής άμμου." (Αναφέρεται σε μια δύσκολη κατάσταση, όπως όταν κάποιος έχει παγιδευτεί σε πρόβλημα.)
"Navigating through water-saturated sand is challenging."
"Η πλοήγηση σε υγρή άμμο είναι προκλητική." (Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει το να ξεπεράσεις δύσκολες καταστάσεις.)
"Testing the limits of water-saturated sand."
Τα στοιχεία της φράσης προέρχονται από την αγγλική γλώσσα: - "Water" (νερό) προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wæter." - "Saturated" (κορεσμένος) προέρχεται από το λατινικό "saturatus" που σημαίνει "γεμάτος." - "Sand" (άμμος) προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "sand."
Συνώνυμα: - Wet sand (υγρή άμμος) - Moist sand (υγρή άμμος)
Αντώνυμα: - Dry sand (ξηρή άμμος) - Arid sand (ξηρή άμμος)