Το "watering point" είναι ουσιαστικό.
/wɔːtərɪŋ pɔɪnt/
Το "watering point" αναφέρεται σε μια τοποθεσία ή σημείο όπου παρέχεται νερό, συνήθως για πότισμα φυτών ή για την κατανάλωση ζώων. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γεωργικές ή κτηνοτροφικές συζητήσεις, καθώς και σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει η ανάγκη για παροχή νερού σε συγκεκριμένες τοποθεσίες.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση "watering point" χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτά κείμενα, όπως τεχνικές περιγραφές ή εγχειρίδια σχετικά με τις γεωργικές πρακτικές και τη διαχείριση υδάτων.
"The farmers gathered at the watering point to share resources."
Οι γεωργοί συγκεντρώθηκαν στο σημείο ποτίσματος για να μοιραστούν πόρους.
"We need to set up a watering point for the livestock."
Πρέπει να οργανώσουμε ένα σημείο ποτίσματος για το ζωικό κεφάλαιο.
"The city plans to install a watering point in the park."
Η πόλη σχεδιάζει να εγκαταστήσει ένα σημείο ποτίσματος στο πάρκο.
Η φράση "watering point" δεν είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψει σε σχετικές φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις και δραστηριότητες που σχετίζονται με την παροχή νερού.
"We finally found a watering point during our trek through the desert."
Τελικά βρήκαμε ένα σημείο ποτίσματος κατά την πεζοπορία μας μέσα από την έρημο.
"The children played near the watering point as the animals drank."
Τα παιδιά έπαιζαν κοντά στο σημείο ποτίσματος καθώς τα ζώα έπιναν νερό.
"Setting up a watering point for the plants is crucial during the dry season."
Η εγκατάσταση ενός σημείου ποτίσματος για τα φυτά είναι κρίσιμη κατά την ξηρή περίοδο.
Η φράση προέρχεται από την αγγλική λέξη "watering", που σημαίνει "πότισμα", και "point", που σημαίνει "σημείο". Η σύνθεση αυτών των λέξεων δημιουργεί μια έννοια που αναφέρεται στην καθορισμένη τοποθεσία για πότισμα.
Συνώνυμα: - Watering station (Σταθμός ποτίσματος) - Watering hole (Τρύπα ποτίσματος)
Αντώνυμα: - Dry patch (Ξηρή περιοχή) - Drought area (Περιοχή ξηρασίας)