Επίθετο
/wɔːtəˌlɛs/
Η λέξη "waterless" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει νερό ή δεν περιέχει νερό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συνθήκες, περιοχές ή προϊόντα που στερούνται υγρασίας ή νερού. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε περιβαλλοντικά ή επιστημονικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
The waterless desert was vast and unforgiving.
(Η άπορη έρημος ήταν τεράστια και αδυσώπητη.)
They developed a waterless shampoo that is eco-friendly.
(Ανάπτυξαν ένα άπορο σαμπουάν που είναι φιλικό προς το περιβάλλον.)
Due to the drought, the region has become increasingly waterless.
(Λόγω της ξηρασίας, η περιοχή έχει γίνει όλο και πιο άπορη.)
Η λέξη "waterless" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια ορισμένων φράσεων που σχετίζονται με την έλλειψη νερού ή υγρασίας. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις:
In a waterless world, survival becomes a challenge.
(Σε έναν άπορο κόσμο, η επιβίωση γίνεται πρόκληση.)
After the storm, the waterless fields became a concern for farmers.
(Μετά την καταιγίδα, τα άπορα χωράφια έγιναν ανησυχία για τους αγρότες.)
Waterless technologies are being developed for more efficient production.
(Αναπτύσσονται άπορες τεχνολογίες για πιο αποδοτική παραγωγή.)
Η λέξη "waterless" προέρχεται από την αγγλική λέξη "water" (νερό) και το επίθετο "-less" που υποδηλώνει την έλλειψη ή την απουσία κάποιου στοιχείου. Έτσι, το "waterless" σημαίνει κυριολεκτικά "χωρίς νερό".
Συνώνυμα: - dry (ξηρός) - arid (άγονος)
Αντώνυμα: - watery (υδαρός) - humid (υγρός)