Watermelon είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈwɔːtərˌmɛlən/
Το "watermelon" αναφέρεται σε ένα μεγάλο, στρογγυλό φρούτο που έχει πράσινη φλούδα και κόκκινη σάρκα με μαύρους σπόρους. Είναι γνωστό για την ιδιότητά του να περιέχει υψηλή ποσότητα νερού (πάνω από 90%) και είναι δημοφιλές κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές του λόγου (προφορικά και γραπτά), αλλά ενδέχεται να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο, καθώς το καρπούζι είναι ένα κοινό φρούτο που συζητιέται συχνά σε κοινωνικές περιστάσεις.
I bought a watermelon for the picnic.
Αγόρασα ένα καρπούζι για το πικνίκ.
She made a refreshing watermelon salad.
Έκανε μια δροσιστική σαλάτα καρπουζιού.
The kids love to eat watermelon on hot summer days.
Τα παιδιά αγαπούν να τρώνε καρπούζι τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες.
"Eat your watermelon" – This phrase is often used metaphorically to mean enjoying the moment or taking pleasure in something.
"Φάε το καρπούζι σου" – Αυτή η φράση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να σημαίνει να απολαμβάνεις τη στιγμή ή να απολαμβάνεις κάτι.
"Don't throw watermelons at a party" – This expression warns people not to spoil the fun or mood.
"Μην πετάτε καρπούζια σε ένα πάρτι" – Αυτή η έκφραση προειδοποιεί τους ανθρώπους να μην χαλάσουν τη διασκέδαση ή τη διάθεση.
"Juicy watermelon deal" – Used to describe a great offer or deal.
"Ζουμερή προσφορά καρπουζιού" – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια εξαιρετική προσφορά ή συμφωνία.
Η λέξη "watermelon" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα. Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τη λέξη "water" (νερό) και "melon" (πεπόνι), αναφερόμενη στην υδάτινη σάρκα του φρούτου.
Συνώνυμα: - Μelon - Cantaloupe (σε κάποιες περιπτώσεις, αν και είναι διαφορετικό φρούτο)
Αντώνυμα: - Ξηρό φρούτο - Μήλο (σε περιπτώσεις που συγκρίνονται φρούτα με διαφορετική υφή)