"Waterproof carton" είναι ένα υποκοριστικό ουσιαστικό που αναφέρεται σε ένα είδος κουτιού ή χαρτονιού που είναι ανθεκτικό στο νερό.
/wɔːtərpruf ˈkɑːrtən/
Waterproof carton αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος κουτιού ή χαρτονιού που έχει επεξεργαστεί ώστε να είναι ανθεκτικό στο νερό. Αυτού του είδους το χαρτονένιο υλικό χρησιμοποιείται συχνά για τη συσκευασία προϊόντων που απαιτούν προστασία από την υγρασία.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σε εμπορικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα, όπως στην αποστολή και αποθήκευση προϊόντων.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε περιγραφές προϊόντων ή οδηγίες συσκευασίας.
Πρέπει να συσκευάσουμε την ηλεκτρονική συσκευή σε ένα αδιάβροχο χαρτόνι για να αποτρέψουμε ζημιές.
The company specializes in producing waterproof cartons for food packaging.
Η εταιρεία ειδικεύεται στην παραγωγή αδιάβροχων χαρτονιών για συσκευασία τροφίμων.
They shipped the books in a waterproof carton to ensure they arrived in perfect condition.
Η έκφραση "waterproof carton" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει σχετικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
"Φρόντισε το αδιάβροχο χαρτόνι να είναι σφραγισμένο καλά."
"Using a waterproof carton is essential for shipping delicate items."
"Η χρήση ενός αδιάβροχου χαρτονιού είναι απαραίτητη για την αποστολή ευαίσθητων αντικειμένων."
"The waterproof carton kept the important documents safe from the rain."
"Το αδιάβροχο χαρτόνι διατήρησε ασφαλή τα σημαντικά έγγραφα από τη βροχή."
"For outdoor storage, a waterproof carton is a must."
"Για αποθήκευση σε εξωτερικούς χώρους, ένα αδιάβροχο χαρτόνι είναι απαραίτητο."
"The construction industry often relies on waterproof cartons for tools and materials."
"Η βιομηχανία κατασκευών συχνά βασίζεται σε αδιάβροχα χαρτόνια για εργαλεία και υλικά."
"In wet environments, a waterproof carton helps avoid moisture damage."
Η λέξη "waterproof" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, συνδυάζοντας το "water" (νερό) και το "proof" (απόδειξη), που σημαίνει ότι είναι ανθεκτικό ή αδιάβροχο. Η λέξη "carton" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "carton", που σημαίνει "χάρτινο κουτί".
Συνώνυμα: - Waterproof box - Water-resistant carton
Αντώνυμα: - Non-waterproof carton - Water-absorbent carton
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια σφαιρική εικόνα του όρου "waterproof carton" και της σημασίας του στην αγγλική γλώσσα.