Η φράση "watery eyes" αναφέρεται σε μάτια που έχουν πολύ υγρό, συχνά λόγω δακρύων. Μπορεί να προκληθεί από διάφορους λόγους, όπως αλλεργίες, κρυολογήματα ή συναισθηματικές αντιδράσεις. Αυτή η φράση είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συνομιλίες.
She was so touched by the movie that she ended up with watery eyes.
Ήταν τόσο συγκινημένη από την ταινία που κατέληξε με δακρύζοντα μάτια.
Due to the cold wind, I frequently experience watery eyes.
Λόγω του κρύου ανέμου, συχνά έχω δακρύζοντα μάτια.
Η φράση "watery eyes" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με εκφράσεις που αφορούν τα συναισθήματα ή τις αισθήσεις.
The sad story made everyone have watery eyes.
Η λυπητερή ιστορία έκανε όλους να έχουν δακρύζοντα μάτια.
After chopping onions, I couldn't help but have watery eyes.
Μετά από το κόψιμο κρεμμυδιών, δεν μπορούσα παρά να έχω δακρύζοντα μάτια.
When I saw my old friend again, my eyes got watery with nostalgia.
Όταν είδα ξανά τον παλιό μου φίλο, τα μάτια μου δάκρυζαν από νοσταλγία.
Η λέξη "watery" προέρχεται από το αγγλικό όρο "water" (νερό), ο οποίος είναι από τη μέση αγγλική και την παλαιά αγγλική γλώσσα, με ρίζα στο γερμανικό "Wasser". Η λέξη "eyes" προέρχεται επίσης από τη μέση αγγλική "eȳe", και έχει κοινές ρίζες σε πολλές γλώσσες.
Moist eyes (υγρά μάτια)
Αντώνυμα: