Ουσιαστικό
/wɔːtəri ˈfiːsɪz/
Η φράση "watery feces" αναφέρεται σε κόπρανα που είναι περισσότερο υγρά από τα κανονικά και συχνά υποδηλώνουν διάρροια ή κάποια γαστρεντερική διαταραχή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή διατροφικά συμφραζόμενα. Η συχνότητά της είναι υψηλή σε ειδικά συμφραζόμενα (π.χ. συζητήσεις διάρροιας ή γαστρεντερικών προβλημάτων) και λιγότερο στον καθημερινό προφορικά λόγο.
"Μετά την κατανάλωση της χαλασμένης τροφής, είχε υδαρή κόπρανα."
"The doctor advised her to stay hydrated due to her watery feces."
Η φράση "watery feces" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθούν αυτές οι σχετικές φράσεις που συσχετίζονται με την γαστρεντερική υγεία:
"Δεν μπορούσε να πάει στο πάρτι γιατί ήταν κλεισμένος στο σπίτι με υδαρή κόπρανα."
"Watery feces can be a sign of food poisoning."
"Τα υδαρή κόπρανα μπορούν να είναι σημάδι τροφικής δηλητηρίασης."
"She felt weak due to the constant watery feces."
Η λέξη "watery" προέρχεται από το αγγλικό “water,” το οποίο έχει ρίζες στη Γερμανική γλώσσα. Η λέξη "feces" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "faex," που σημαίνει «κατακάθι» ή «σκουπίδια».
Συνώνυμα: - Liquid stools (υγρά κόπρανα) - Diarrhea (διάρροια)
Αντώνυμα: - Solid feces (συμπαγή κόπρανα) - Firm stools (σφιχτά κόπρανα)