wattled (επίθετο)
/wɑːtld/
Η λέξη “wattled” περιγράφει κάτι που έχει ρυτιδωμένο ή πτυχωτό δέρμα ή υφή, συχνά χρησιμοποιούμενη για να αναφερθεί σε ζώα που έχουν χαρακτηριστικά πτυχές ή λοβούς. Αφορά συνήθως τα πτηνά και τα ερπετά, όπως η κότα ή τα γαλοπούλια, που έχουν χαρακτηριστικές δομές στο λαιμό τους.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό λόγο, ειδικά σε βιολογικές ή φυσιογνωμικές αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο όταν περιγράφει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ζώων. Είναι λιγότερο συχνά σε καθημερινή συνομιλία.
The wattled turkey strutted around the yard.
(Η ρυτιδωμένη γαλοπούλα περπατούσε γύρω από την αυλή.)
He admired the wattled neck of the chicken.
(Περιηγήθηκε τον ρυτιδωμένο λαιμό της κότας.)
The wattled lizards are quite interesting to observe in nature.
(Οι ρυτιδωτές σαύρες είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν στη φύση.)
Η λέξη “wattled” δεν έχει πολλές κλασικές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις που αναφέρονται στις φυσικές δομές ή τα χαρακτηριστικά ζώων.
"Don't judge a bird by its wattled appearance."
(Μην κρίνεις ένα πουλί από την ρυτιδωμένη εμφάνισή του.)
"The beauty of nature can be seen even in the wattled details."
(Η ομορφιά της φύσης μπορεί να φανεί ακόμη και σε αυτές τις ρυτιδωμένες λεπτομέρειες.)
"In the wild, wattled animals display unique adaptations."
(Στη φύση, τα ρυτιδωμένα ζώα επιδεικνύουν μοναδικές προσαρμογές.)
Η λέξη “wattle” προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη “watol,” που σημαίνει "πτυχώνω ή ρυτίδω." Ουσιαστικά, η λέξη σχετίζεται με την ιδέα του πτυχώματος και της ρυτίδωσης.
Συνώνυμα: - wrinkled (ρυτιδωμένος) - folded (διπλωμένος)
Αντώνυμα: - smooth (ομαλός) - flat ( επίπεδος)