wattmeter - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

wattmeter (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "wattmeter" είναι ουσιαστικό (noun).

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwɒtˌmiːtə/

Επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Το "wattmeter" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της ισχύος (σε watt) που καταναλώνεται ή παράγεται από μια ηλεκτρική συσκευή. Τα wattmeters χρησιμοποιούνται ευρέως σε εφαρμογές ηλεκτρικής ενέργειας για τη μέτρηση και τον έλεγχο της κατανάλωσης ενέργειας.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη "wattmeter" χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα, και είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε εγχειρίδια ηλεκτρολογίας και τεχνικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The technician used a wattmeter to check the power consumption of the device.
    (Ο τεχνικός χρησιμοποίησε ένα αμπερόμετρο για να ελέγξει την κατανάλωση ισχύος της συσκευής.)

  2. To analyze the energy efficiency, we installed a wattmeter in the circuit.
    (Για να αναλύσουμε την ενεργειακή αποδοτικότητα, εγκαταστήσαμε ένα βολτόμετρο στο κύκλωμα.)

  3. The wattmeter showed that the appliance was using more energy than expected.
    (Ο μετρητής ισχύος έδειξε ότι η συσκευή χρησιμοποιούσε περισσότερη ενέργεια από ό,τι αναμενόταν.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "wattmeter" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες τεχνικές και επιστημονικές έννοιες. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα που σχετίζονται με τη χρήση της:

  1. "A wattmeter is essential for understanding energy consumption patterns."
    (Ένα αμπερόμετρο είναι απαραίτητο για την κατανόηση των προτύπων κατανάλωσης ενέργειας.)

  2. "Using a wattmeter can help reduce monthly electricity bills."
    (Η χρήση ενός μετρητή ισχύος μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των μηνιαίων λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας.)

  3. "Regularly checking the wattmeter can prevent energy wastage."
    (Η τακτική έλεγχη του βολτόμετρου μπορεί να αποτρέψει την σπατάλη ενέργειας.)

Ετυμολογία

Η λέξη "wattmeter" προέρχεται από τη σύνθεση του επιστημονικού ονόματος "watt", που αναφέρεται στη μονάδα μέτρησης της ισχύος, και του "meter", που προέρχεται από την ελληνική λέξη "μέτρον", που σημαίνει μέτρηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς "wattmeter" αναφέρεται σε μια τεχνική μέτρηση, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι η απουσία ενός "wattmeter" σε μια συσκευή οδηγεί σε ανακριβείς μετρήσεις κατανάλωσης ενέργειας.



25-07-2024