Το "wave strength" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/wɛɪv strɛŋθ/
Η φράση "wave strength" αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια ενός κύματος, όπως σε φυσικές επιστήμες (π.χ. ωκεανογραφία, ακουστική). Συνήθως χρησιμοποιείται στα πλαίσια της περιγραφής χαρακτηριστικών κυμάτων, όπως η ενέργεια που κουβαλούν ή η ικανότητά τους να προκαλούν επιδράσεις σε γύρω αντικείμενα ή φαινόμενα. Η χρήση της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά ή επιστημονικά περιβάλλοντα.
Η δύναμη του κύματος αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Scientists measure wave strength to predict coastal erosion.
Οι επιστήμονες μετρούν τη δύναμη των κυμάτων για να προβλέψουν τη διάβρωση των ακτών.
Understanding wave strength is crucial for marine engineering.
Η φράση "wave strength" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια μπορεί να συνδεθεί με κάποιες εκφράσεις στο πλαίσιο των φυσικών ή τεχνικών επιστημών. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Ένιωσε τη δύναμη του πλήθους στη συναυλία. (Εδώ η "wave strength" αναφέρεται μεταφορικά στη δυναμική του πλήθους.)
The wave strength of the radio signal was too weak to be caught by the receiver.
Η δύναμη του κύματος του ραδιοσήματος ήταν πολύ ασθενής για να συλληφθεί από τον δέκτη.
As the wave strength decreases, the impact on the shore becomes less severe.
Η λέξη "wave" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wæf", που σημαίνει να κινείται ή να κουνιέται, και η λέξη "strength" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "strengð", η οποία αναφέρεται στη δύναμη ή την ικανότητα.
Συνώνυμα: - Wave energy (ενέργεια κύματος) - Wave force (δύναμη κύματος)
Αντώνυμα: - Wave weakness (ασθένεια κύματος) - Wave instability (αστάθεια κύματος)