Η φράση "waxen complexion" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/wæksən kəmˈplɛkʃən/
Η φράση "waxen complexion" περιγράφει μια επιδερμίδα που έχει μια κηρώδη, συχνά χλωμή ή άτονη εμφάνιση. Αυτή η περιγραφή μπορεί να χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος φαίνεται αδύνατος, άρρωστος ή εξαντλημένος. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιατρικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα, αλλά η χρήση της είναι σχετικά σπάνια.
Η φράση χρησιμοποιείται σπανιότερα στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε γραπτό περιβάλλον, όπως στη λογοτεχνία ή σε ιατρικά κείμενα.
The old man had a waxen complexion, which made him look much older than he actually was.
Ο γέρος είχε κηρώδη επιδερμίδα, που τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από ότι ήταν στην πραγματικότητα.
After the long illness, she emerged with a waxen complexion that worried her family.
Μετά την μακρά ασθένεια, εμφανίστηκε με κηρώδη επιδερμίδα που ανησύχησε την οικογένειά της.
The actor’s character was described as having a waxen complexion, reflecting his tragic backstory.
Ο χαρακτήρας του ηθοποιού περιγράφηκε ως έχων κηρώδη επιδερμίδα, που αντικατοπτρίζει την τραγική του ιστορία.
Αν και η φράση "waxen complexion" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδεθεί με την έννοια του θανάτου ή της ασθένειας. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα που δείχνουν διαφορετικές χρήσεις:
His face turned waxen as he saw the ghost.
Το πρόσωπό του έγινε κηρώδες καθώς είδε το φάντασμα.
The news of her passing left him with a waxen complexion, drained of all color.
Η είδηση του θανάτου της τον άφησε με κηρώδη επιδερμίδα, χωρίς χρώμα.
In the horror movie, the victims had a waxen complexion, symbolizing their loss of life.
Στην ταινία τρόμου, τα θύματα είχαν κηρώδη επιδερμίδα, συμβολίζοντας την απώλεια της ζωής τους.
Η λέξη "waxen" προέρχεται από την αγγλική λέξη "wax", που σημαίνει κηρός, με την προσθήκη του επιθετικού -en, που δείχνει ότι κάτι είναι φτιαγμένο από ή έχει την ποιότητα του κηρού. Η λέξη "complexion" προέρχεται από το λατινικό "complexio", που σημαίνει "συνδυασμός".
Συνώνυμα:
- Χλωμός
- Άτονος
- Φάντασμα
Αντώνυμα:
- Υγιής
- Ζωντανός
- Ροδαλός