Το "waxy pallor" είναι ένα φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/wæki ˈpælər/
Η φράση "waxy pallor" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση του δέρματος, όπου το δέρμα αποκτά μια χλωμή και γυαλιστερή εμφάνιση, παρόμοια με το κερί. Αυτή η κατάσταση συχνά παρατηρείται σε ανθρώπους που είναι άρρωστοι ή εξαντλημένοι, ίσως λόγω ασθένειας ή σοβαρής αφυδάτωσης.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα και είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι περιορισμένη, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε ιατρικές περιγραφές.
Το πρόσωπό του είχε μια κεχριμπαρένια χλωρότητα, υποδεικνύοντας ότι ήταν άρρωστος.
The patient displayed a waxy pallor that concerned the doctors.
Ο ασθενής παρουσίασε μια κηρώδη χλωρότητα που ανησύχησε τους γιατρούς.
Waxy pallor can be a sign of severe dehydration.
Η φράση "waxy pallor" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με άλλες ιατρικές φράσεις για να περιγράψει καταστάσεις:
Ήταν τόσο άρρωστος που είχε μια κηρώδη χλωρότητα, και αυτό ανησύχησε όλους γύρω του.
"After the accident, the victim exhibited a waxy pallor that indicated shock."
Μετά το ατύχημα, το θύμα παρουσίασε μια κηρώδη χλωρότητα που υποδείκνυε σοκ.
"A waxy pallor can often be an indicator of serious health issues."
Η λέξη "waxy" προέρχεται από την αγγλική λέξη "wax", που σημαίνει κερί, με αναφορά στην υφή και την εμφάνιση, ενώ "pallor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pallor", που σημαίνει χλωμότητα ή ωχρότητα.