Η φράση "weakly open" λειτουργεί ως επίθετο σε συγκεκριμένα μαθηματικά και θεωρητικά πλαίσια.
/ˈwiːkli ˈoʊpən/
Ο όρος "weakly open" χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά, ιδίως στη τοπολογία και την ανάλυση. Αναφέρεται σε χαρακτηριστικά ανοίγματος που δεν είναι πλήρη ή στερεά, ενώ αποδέχονται στοιχεία σε έναν πιο χαλαρό τρόπο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνόλους ή λειτουργίες που διατηρούν κάποια μορφή επικοινωνίας ή αλληλεπίδρασης αλλά περιορισμένα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο από ότι στον προφορικό λόγω της εξειδικευμένης φύσης της έννοιας.
Το υποσύνολο είναι αδύνατα ανοιχτό στο τοπολογικό χώρο.
A weakly open mapping allows for some flexibility in the analysis.
Ο όρος "weakly open" δεν είναι συνήθως μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Ωστόσο, σε θεωρητικά πλαίσια μπορεί να συναντηθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε μαθηματικά και θεωρητική φυσική. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα σίγουρα καταληπτές και εφαρμοσμένες προτάσεις:
Σε κατηγορικές όρους, ένας αδύνατα ανοιχτός μορφισμός μπορεί να οδηγεί σε ανακαλύψεις σχετικά με τις εμπλεκόμενες δομές.
When discussing convergences, we often refer to weakly open sets to define limits.
Όταν μιλάμε για συγκλίνουσες, συχνά αναφερόμαστε σε αδύνατα ανοιχτά σύνολα για να ορίσουμε όρια.
The concept of weakly open neighborhoods plays a crucial role in functional analysis.
Ο όρος προκύπτει από τον συνδυασμό της αγγλικής λέξης "weak" (αδύνατος) και της λέξης "open" (ανοιχτός). Η προσθήκη του "weakly" υποδηλώνει μια μειωμένη ή πιο χαλαρή μορφή του ανοίγματος.
Συνώνυμα: - semi-open - loosely open
Αντώνυμα: - strongly open - closed