Weald: ουσιαστικό.
/wiːld/
Η λέξη "weald" αναφέρεται σε μια δασώδη ή βουκολική περιοχή, συνήθως στα νότια της Αγγλίας. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή γλώσσα αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε λογοτεχνικά ή ιστορικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι περισσότερο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, παρά στον προφορικό.
The weald is home to numerous ancient trees.
Ο υγρότοπος είναι το σπίτι σε πολλά αρχαία δέντρα.
She spent her childhood exploring the weald behind her house.
Πέρασε την παιδική της ηλικία εξερευνώντας τον υγρότοπο πίσω από το σπίτι της.
The weald of Sussex is known for its picturesque landscapes.
Ο υγρότοπος του Sussex είναι γνωστός για τα γραφικά του τοπία.
Η λέξη "weald" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες γενικές προτάσεις που ενδέχεται να δείχνουν την ιδέα της παρουσίας σε φυσικούς χώρους.
Lost in the weald of mysteries.
Χαμένος στον υγρότοπο των μυστηρίων.
Wandering through the weald of dreams.
Περιπλανώμενος μέσα στον υγρότοπο των ονείρων.
In the weald of time, stories linger.
Στον υγρότοπο του χρόνου, οι ιστορίες παραμένουν.
Η λέξη "weald" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "weald" ή "weald", που σήμαινε "δάσος" ή "απομεμακρυσμένη περιοχή". Αποτελεί μέρος της κλασικής αγγλικής γλώσσας και συνδέεται με την ανάπτυξη τοπωνυμίων που σχετίζονται με δασώδεις περιοχές στη Βρετανία.
Συνώνυμα: forest, woodland, thicket
Αντώνυμα: urban area, barren land, desert