Η φράση "wealthy country" συνίσταται από δύο λέξεις: - wealthy (επίθετο) - country (ουσιαστικό).
wealthy country: /ˈwɛl.θi ˈkʌn.tri/
Η φράση "wealthy country" αναφέρεται σε ένα έθνος που έχει υψηλό επίπεδο πλούτου ή εισοδήματος ανά κάτοικο. Συνήθως, οι πλούσιες χώρες διαθέτουν ανεπτυγμένα οικονομικά συστήματα, υποδομές και υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες τους. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικοοικονομικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε χώρες που έχουν επιτύχει μια σταθερή και αυξημένη οικονομική ανάπτυξη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εντοπιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Πολλές πλούσιες χώρες έχουν σημαντικούς πόρους για να επενδύσουν στην εκπαίδευση.
The policies of wealthy countries can have a major impact on global trade.
Οι πολιτικές των πλούσιων χωρών μπορούν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο.
Tourism can greatly benefit the economy of a wealthy country.
Η φράση "wealthy country" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη φτώχεια και τον πλούτο. Ακολουθούν μερικές: 1. "A rising tide lifts all boats" – Η άνοδος των πλούσιων χωρών μπορεί να βοηθήσει και τις φτωχότερες. - Η άνοδος της παλίρροιας ανυψώνει όλα τα πλοία.
Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.
"Money talks" – Στις πλούσιες χώρες, οι οικονομικές δυνατότητες συχνά καθορίζουν τις πολιτικές.
Συνώνυμα: - affluent country (ευημερούσα χώρα) - prosperous nation (ευημερούσα χώρα)
Αντώνυμα: - poor country (φτωχή χώρα) - developing country (αναπτυσσόμενη χώρα)