Το "wear layer" αποτελείται από δύο λέξεις: - "wear" (ρήμα) - "layer" (ουσιαστικό)
/wɛr ˈleɪər/
"wear layer" μπορεί να μεταφραστεί ως: - "επίπεδο φθοράς" - "στρώμα φθοράς"
Το "wear layer" αναφέρεται σε ένα στρώμα ή μια επιφάνεια που φθείρεται ή χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της χρήσης ενός αντικειμένου. Μπορεί να αναφέρεται σε υλικά που είναι σχεδιασμένα να αντέχουν στη φθορά ή σε στρώματα προστασίας σε διάφορες εφαρμογές, όπως ένδυση ή βιομηχανικά προϊόντα. Η χρήση του είναι συχνή στον τεχνικό και βιομηχανικό λόγο.
Το "wear layer" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα σχετικά με υλικά, προϊόντα ή κατασκευές, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικές συζητήσεις.
"The new flooring has a durable wear layer."
"Το νέο δάπεδο έχει ένα ανθεκτικό στρώμα φθοράς."
"A wear layer can significantly increase the lifespan of your products."
"Ένα στρώμα φθοράς μπορεί να αυξήσει σημαντικά τη διάρκεια ζωής των προϊόντων σας."
"Check the wear layer when purchasing laminate flooring."
"Ελέγξτε το στρώμα φθοράς όταν αγοράζετε laminate δάπεδα."
Το "wear layer" δεν είναι τόσο συνήθης σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται ειδικά στη φθορά και την ανθεκτικότητα.
"The wear layer is what protects your investment."
"Το στρώμα φθοράς είναι αυτό που προστατεύει την επένδυσή σας."
"Choosing a thicker wear layer ensures better performance."
"Η επιλογή ενός παχύτερου στρώματος φθοράς εξασφαλίζει καλύτερη απόδοση."
"It's important to understand the wear layer's features when designing products."
"Είναι σημαντικό να κατανοήσετε τα χαρακτηριστικά του στρώματος φθοράς όταν σχεδιάζετε προϊόντα."
"A wear layer is a critical component for prolonged usage."
"Ένα στρώμα φθοράς είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για μακροχρόνια χρήση."
"surface layer" (επιφανειακό στρώμα)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια καλή έννοια του όρου "wear layer" και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά.