wear test: Ουσιαστικό
/wɛr tɛst/
Ο όρος "wear test" αναφέρεται σε μια διαδικασία αξιολόγησης ενός προϊόντος, συνήθως στον τομέα της ένδυσης ή του εξοπλισμού, για να κρίνουν οι σχεδιαστές και οι κατασκευαστές την απόδοση και την ανθεκτικότητα του προϊόντος υπό κανονικές συνθήκες χρήσης. Οι δοκιμές αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν και τη θέαση του άνετου και της λειτουργικότητάς του.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων, συχνά σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη μόδα και τη βιομηχανία του αθλητισμού.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά πλαίσια όπως εκθέσεις, άρθρα και έγγραφα ανάλυσης, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις στον τομέα του σχεδιασμού και της παραγωγής προϊόντων.
Η ομάδα πραγματοποίησε μια δοκιμή ανθεκτικότητας για να αξιολογήσει τα νέα αθλητικά παπούτσια.
The results of the wear test showed that the fabric holds up well under stress.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής χρήσης έδειξαν ότι το ύφασμα αντέχει καλά υπό πίεση.
Before launching the product, we will perform a wear test to ensure quality.
Ο όρος "wear" είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Να εκφράζεις τα συναισθήματά σου ανοιχτά.
"You can wear many hats."
Μπορείς να έχεις πολλές ρόλους ή ευθύνες.
"Wear someone down."
Να καταβάλεις ή να κουράσεις κάποιον με πίεση.
"Wearing thin."
Δηλώνει ότι κάτι αρχίζει να εξαντλείται ή να χάνει την αποτελεσματικότητά του.
"The wear and tear of the job."
Η λέξη "wear" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "werian", που σημαίνει "φορώ". Ο όρος "test" προέρχεται από την λατινική λέξη "testari", που σημαίνει "δοκιμάζω".
Συνώνυμα: δοκιμή ανθεκτικότητας, δοκιμή χρήσης, αξιολόγηση
Αντώνυμα: μη αξιολόγηση, αμέλεια, απουσία δοκιμής